Ο συνδυασμός λέξεων "temporary grasses" είναι μια φράση που λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/ˈtɛmpəˌrɛri ˈɡræsɪz/
Η φράση "temporary grasses" αναφέρεται σε είδη χορταριού που δεν είναι μόνιμα και χρησιμοποιούνται συνήθως για συγκεκριμένες χρονικές περιόδους ή σε προσωρινές εφαρμογές, όπως για γήπεδα ή εκτάσεις που χρησιμοποιούνται περιοδικά. Χρησιμοποιείται συχνά σε γεωπονικά ή τοπιοτεχνικά συμφραζόμενα και η συχνότητα χρήσης της ποικίλλει ανάλογα με το πλαίσιο, αλλά είναι πιο συχνά εντοπισμένη σε γραπτό λόγο παρά σε προφορικό.
"Οι αγρότες συχνά φυτεύουν προσωρινά γρασίδια για να βελτιώσουν την ποιότητα του εδάφους."
"Temporary grasses can establish quickly and provide erosion control."
"Τα προσωρινά γρασίδια μπορούν να εγκατασταθούν γρήγορα και να παρέχουν έλεγχο της διάβρωσης."
"During the construction phase, temporary grasses help to prevent soil erosion."
Η φράση "temporary grasses" δεν είναι τόσο συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε χριστολόγους σχετικούς με τη γεωργία ή την τοπιοτεχνία.
"Η ομάδα αποφάσισε να χρησιμοποιήσει προσωρινά γρασίδια για τον γρήγορο σχεδιασμό τοπίου."
"Using temporary grasses allows for a greener area during events."
"Η χρήση προσωρινών γρασιδιών επιτρέπει μια πιο πράσινη περιοχή κατά τη διάρκεια εκδηλώσεων."
"Temporary grasses are crucial for managing rain runoff in new construction sites."
Η λέξη "temporary" προέρχεται από το λατινικό "temporarius", το οποίο σημαίνει "σχετικός με τον χρόνο". Η λέξη "grasses" είναι ο πληθυντικός του "grass", προερχόμενη από την παλαιά αγγλική λέξη "græs", που είναι στενά συνδεδεμένη με τη χρήση των χορταριών στην καλλιέργεια.
Συνώνυμα: - transitory grasses (παροδικά γρασίδια) - seasonal grasses (εποχιακά γρασίδια)
Αντώνυμα: - permanent grasses (μόνιμα γρασίδια) - perennial grasses (πολυετή γρασίδια)