Η φράση "temporary improvement" αναφέρεται σε μια βελτίωση ή πρόοδο που είναι προσωρινή και δεν διαρκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα. Χρησιμοποιείται συχνά σε πλαίσια όπου οι αλλαγές είναι ευνοϊκές αλλά όχι μόνιμες. Η συχνότητα χρήσης είναι μέτρια και βρίσκει χρήση τόσο στον προφορικό λόγο όσο και σε γραπτά κείμενα, συνήθως σε επαγγελματικά και ιατρικά πλαίσια.
Μετά την εφαρμογή της νέας στρατηγικής, παρατηρήσαμε μια προσωρινή βελτίωση στις πωλήσεις.
The patient experienced a temporary improvement in his symptoms after the treatment.
Η φράση "temporary improvement" δεν είναι συχνά μέρος γνωστών ιδιωματικών εκφράσεων, ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορους σχετικούς σχηματισμούς.
Το έργο παρουσίασε σημάδια προσωρινής βελτίωσης, αλλά δεν πρέπει να εφησυχάζουμε.
Although there was a temporary improvement in his condition, we need to continue monitoring closely.
Αν και υπήρξε προσωρινή βελτίωση στην κατάστασή του, πρέπει να συνεχίσουμε την προσεκτική παρακολούθηση.
Her temporary improvement in mood was overshadowed by the returning stress of work.