Η φράση "tensile zone" χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό.
/tɛnsaɪl zoʊn/
Η "tensile zone" αναφέρεται σε μια περιοχή ή τμήμα ενός υλικού όπου επικρατούν δυνάμεις έλξης (τάσης). Αυτή η έννοια είναι ιδιαίτερα σημαντική στη μηχανική και τις κατασκευές, όπου τα υλικά δοκιμάζονται για την αντοχή τους σε διάφορες δυνάμεις. Όσον αφορά τη συχνότητα χρήσης, η φράση είναι πιο συχνή σε γραπτές τεχνικές αναλύσεις, γενικά σε κείμενα που ασχολούνται με τις μηχανικές ιδιότητες των υλικών, καθώς και σε ακαδημαϊκούς τομείς σχετικούς με την πολιτική μηχανική και τη μηχανική των υλικών.
Η ομάδα αναλύσε τη ζώνη τάσης του υλικού για να διασφαλίσει την αντοχή του υπό πίεση.
In structural engineering, understanding the tensile zone is critical for safety.
Η φράση "tensile zone" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, είναι σημαντική στο πεδίο της μηχανικής και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συγκρούσεις που σχετίζονται με την αντοχή ή τις δοκιμές υλικών.
Όταν σχεδιάζουν μια γέφυρα, οι μηχανικοί πρέπει να προσέξουν προσεκτικά τη ζώνη τάσης.
Failure in the tensile zone can lead to catastrophic structural collapse.
Η αποτυχία στη ζώνη τάσης μπορεί να οδηγήσει σε καταστροφική κατάρρευση της δομής.
The tensile zone plays a pivotal role in determining the overall stability of the material.
Η λέξη "tensile" προέρχεται από το λατινικό "tensilis", που σημαίνει "που μπορεί να τεντωθεί", και η λέξη "zone" προέρχεται από το ελληνικό "ζώνη", που σημαίνει περιφέρεια ή περιοχή.
Συνώνυμα: - Load-bearing area - Stress zone
Αντώνυμα: - Compressive zone - Downtime zone