tensility: ουσιαστικό
/tɛnˈsɪləti/
Η λέξη "tensility" αναφέρεται στην ικανότητα ενός υλικού να τεντώνεται ή να επιμηκύνεται κάτω από την επίδραση μιας δύναμης. Χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα της μηχανικής και της επιστήμης των υλικών. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή σε γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε τεχνικά κείμενα και επιστημονικές αναφορές. Δεν είναι τόσο συχνά χρησιμοποιούμενη σε προφορικό λόγο, εκτός αν είναι σε ειδικά επιστημονικά ή τεχνικά πλαίσια.
Η τάση του καουτσούκ είναι απαραίτητη για την εφαρμογή του σε διάφορα προϊόντα.
Understanding the tensility of materials helps engineers design safer structures.
Η κατανόηση της ικανότητας τεντώματος των υλικών βοηθά τους μηχανικούς να σχεδιάσουν ασφαλέστερες κατασκευές.
The research focused on the tensility of synthetic fibers used in textiles.
Η λέξη "tensility" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις στα αγγλικά, καθώς είναι περισσότερο τεχνική και επιστημονική. Ωστόσο, μπορεί να εμφανιστεί σε προτάσεις που σχετίζονται με την επιστήμη και την τεχνολογία.
Η υψηλή τάση του υλικού το καθιστά ιδανικό για ανθεκτικά ρούχα.
Engineers are always looking for materials with superior tensility for construction.
Οι μηχανικοί πάντα αναζητούν υλικά με ανώτερη ικανότητα τεντώματος για κατασκευές.
A product's performance can be greatly affected by its tensility properties.
Η απόδοση ενός προϊόντος μπορεί να επηρεαστεί σημαντικά από τις ιδιότητες τάσης του.
Tensility is a critical factor in the development of new composite materials.
Η λέξη "tensility" προέρχεται από τη λατινική λέξη "tensilis", που σημαίνει "σκεπασμένος, τεντωμένος", και από την ελληνική κατάληξη "-ity", που υποδηλώνει την ποιότητα ή την κατάσταση.
Συνώνυμα - elasticity (ελαστικότητα) - stretchability (ικανότητα επιμήκυνσης)
Αντώνυμα - inflexibility (ακαμψία) - rigidity (ακαμψία)