Το "tension bolt" είναι μια φράση που αποτελείται από δύο ουσιαστικά. Μπορούν επομένως να αναγνωριστούν ως ουσιαστικά.
/tɛnʃən boʊlt/
Η φράση "tension bolt" αναφέρεται σε ένα ειδικό τύπο μπουλονιού ή βίδας που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση ή την πρόσδεση δύο ή περισσοτέρων αντικειμένων με σκοπό τη διατήρηση κάποιας τάσης ή πίεσης. Συνήθως χρησιμοποιείται σε κατασκευές, μηχανολογικές εφαρμογές, και συστήματα στήριξης όπου η τάση είναι κρίσιμη για την ασφάλεια και τη λειτουργία.
Αυτή η φράση χρησιμοποιείται κυρίως στο τεχνικό και βιομηχανικό λεξιλόγιο και δεν είναι συχνά συναντώμενη στον καθημερινό προφορικό λόγο. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη σε γραπτό πλαίσιο, όπως τεχνικές οδηγίες ή κατασκευαστικά σχέδια.
Ο μηχανικός προσδιόρισε τη χρήση ενός μπουλονιού τάσης για να ασφαλίσει τη δομή.
Using a tension bolt helps to maintain the stability of the assembly.
Η χρήση ενός μπουλονιού τάσης βοηθά στη διατήρηση της σταθερότητας της συναρμολόγησης.
Make sure to tighten the tension bolt properly to avoid any accidents.
Η φράση "tension bolt" μπορεί να μην έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδέεται με συνηθισμένες έννοιες που σχετίζονται με την ασφάλεια και την κατασκευή.
Η γέφυρα πρέπει να σχεδιαστεί ώστε να αντέχει υπό τάση.
"Tension builds up" - As the deadline approaches, tension builds up among the team.
Καθώς πλησιάζει η προθεσμία, η τάση αυξάνεται στην ομάδα.
"Release tension" - The workshop aimed to help workers release tension and improve safety.
Το εργαστήριο είχε στόχο να βοηθήσει τους εργαζόμενους να απελευθερώσουν την τάση και να βελτιώσουν την ασφάλεια.
"Strain under tension" - Materials can strain under tension, leading to failure.
Τα υλικά μπορούν να καταπονηθούν υπό τάση, οδηγώντας σε αποτυχία.
"Maintain tension" - It is essential to maintain tension in the cables for the lift to function properly.
Η λέξη "tension" προέρχεται από το λατινικό "tensio", που σημαίνει "έκταση". Η λέξη "bolt" προέρχεται από το γερμανικό "bolts", που σημαίνει "αγκάλιασμα" ή "κλείδωμα". Η συνδυαστική χρήση τους αναφέρεται σε ένα αντικείμενο που έχει σχεδιαστεί για να διατηρεί σε τάση.