Επίθετο
/tɛˈnjuəsli/
Η λέξη "tenuously" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι αδύναμο, λεπτό ή ασταθές. Χρησιμοποιείται συχνά για να υποδείξει ότι μια κατάσταση ή επιχείρημα δεν είναι καλά τεκμηριωμένο ή στήνεται σε ανασφαλή θεμέλια. Η συχνότητά της στην αγγλική γλώσσα είναι πιο εμφανής σε γραπτά κείμενα, καθώς χρησιμοποιείται συχνά σε ακαδημαϊκά ή αναλυτικά κείμενα.
Η σύνδεση μεταξύ των δύο γεγονότων είναι ασταθώς συνδεδεμένη.
She argued her point tenuously, lacking solid evidence.
Υποστήριξε το επιχείρημά της αδύναμα, χωρίς σοβαρές αποδείξεις.
Their relationship was tenuously maintained through distance and time.
Η λέξη "tenuously" χρησιμοποιείται λιγότερο σε συνεκτικές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να περιγραφούν οι εξής προτάσεις που μπορούν να θεωρηθούν σχετικά:
Κρατούσε τις ασταθώς διατυπωμένες επιχειρηματολογίες σαν να ήταν γεγονότα.
The tenuously balanced situation could collapse at any moment.
Η αβέβαια ισορροπημένη κατάσταση θα μπορούσε να καταρρεύσει κάθε στιγμή.
Their tenuously supportive comments only added to the confusion.
Η λέξη "tenuously" προέρχεται από το λατινικό "tenuis," που σημαίνει "λεπτός, ασθενής." Η κατάληξη "-ly" προστίθεται για να σχηματίσει το επίρρημα.
Συνώνυμα: - Weakly (αδύναμα) - Insecurely (ανασφαλώς) - Flimsily (λεπτοκομμένα)
Αντώνυμα: - Strongly (ισχυρά) - Firmly (σταθερά) - Solidly (στέρεα)