Ο όρος "terminal affinity" είναι μια φράση που χρησιμοποιείται κυρίως ως ουσιαστικό.
/tɜːrmɪnl əˈfɪnɪti/
Ο όρος "terminal affinity" αναφέρεται στη σχέση ή την προτίμηση που μπορεί να έχει μία διαδικασία ή εφαρμογή προς έναν συγκεκριμένο τερματικό σταθμό ή πλατφόρμα. Χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα της πληροφορικής και της δικτύωσης, υποδηλώνοντας πώς ορισμένα προγράμματα ή συσκευές επιλέγουν να επικοινωνούν με ένα συγκεκριμένο τερματικό ή περιβάλλον.
Η συχνότητα χρήσης του όρου είναι κυρίως σε τεχνικά και επιστημονικά κείμενα, δηλαδή στον γραπτό λόγο, παρά στον προφορικό.
Το λογισμικό έχει σχεδιαστεί για να παρέχει τερματική συγγένεια για να βελτιώσει την εμπειρία του χρήστη.
With terminal affinity, the application knows how to adjust settings for different users.
Ο όρος "terminal affinity" δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο, μπορεί να παρατηρήσουμε κάποιες χρήσεις σε τεχνικό πλαίσιο:
Το σύστημα έχει ισχυρή τερματική συγγένεια.
"Developers focus on establishing terminal affinity for better integration."
Οι προγραμματιστές εστιάζουν στη δημιουργία τερματικής συγγένειας για καλύτερη ενσωμάτωσης.
"When configuring the network, keep terminal affinity in mind."
Ο όρος "terminal" προέρχεται από τη λατινική λέξη "terminalis", που σημαίνει "οριοθετημένος" ή "τελικό σημείο". Η λέξη "affinity" προέρχεται από τη λατινική "affinitas", που υποδηλώνει "σχέση" ή "συγγένεια".
Συνώνυμα: - terminal preference - terminal connection
Αντώνυμα: - terminal disconnection - non-affinity