Η λέξη "terrible" είναι επίθετο.
/ˈtɛr.ə.bəl/
Η λέξη "terrible" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι πολύ κακό, υπερβολικά δυσάρεστο ή προκαλεί φόβο και αποδοκιμασία. Η χρήση της μπορεί να είναι είτε στον προφορικό λόγο είτε στο γραπτό πλαίσιο, αν και συναντάται συχνά στην καθημερινή ομιλία.
Ο καιρός ήταν φρικτός χθες.
She had a terrible headache all day.
Είχε έναν τρομακτικό πονοκέφαλο όλη μέρα.
The movie received terrible reviews from critics.
Η λέξη "terrible" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα:
A terrible mistake
I made a terrible mistake by not studying for the exam.
Έκανα ένα φρικτό λάθος μη μελετώντας για την εξέταση.
Terrible twins
Those kids are the terrible twins of our neighborhood.
Αυτά τα παιδιά είναι οι φρικτοί δίδυμοι της γειτονιάς μας.
Terrible at something
I am terrible at playing the guitar.
Είμαι φρικτός στο να παίζω κιθάρα.
A terrible experience
That was a terrible experience for everyone involved.
Αυτή ήταν μια απαίσια εμπειρία για όλους τους εμπλεκομένους.
Terrible consequences
If we don’t act now, the consequences could be terrible.
Αν δεν δράσουμε τώρα, οι συνέπειες θα μπορούσαν να είναι φρικτές.
Η λέξη "terrible" προέρχεται από τη λατινική λέξη "terribilis", που σημαίνει "αυτός που προκαλεί φόβο" ή "τρομακτικός".
Συνώνυμα: - awful - dreadful - horrendous
Αντώνυμα: - wonderful - excellent - fantastic