Ρήμα (verb)
/ˈtɛrəraɪz/
Η λέξη "terrorize" σημαίνει να προκαλείς φόβο ή τρόμο σε κάποιον, συχνά με τη χρήση βίας ή απειλών. Χρησιμοποιείται ευρέως στη γλώσσα των Αγγλικών και σχετίζεται συχνά με καταστάσεις βίας, εγκληματικότητας ή πολιτικές διαμάχες. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, ιδίως σε γραπτά κείμενα όπως ειδήσεις ή νομικά έγγραφα.
Στην αγγλική γλώσσα, η λέξη χρησιμοποιείται περισσότερο σε επίσημα ή γραπτά συμφραζόμενα, αλλά μπορεί επίσης να εμφανίζεται σε προφορικές συζητήσεις που σχετίζονται με εγκληματικότητα ή ασφάλεια.
The group attempted to terrorize the local population into submission.
(Η ομάδα προσπάθησε να τρομοκρατήσει τον τοπικό πληθυσμό για να τον υποτάξει.)
He was arrested for trying to terrorize his neighbors with threats.
(Συνελήφθη γιατί προσπαθούσε να τρομοκρατήσει τους γείτονές του με απειλές.)
The government warned that any act of violence would only terrorize innocent civilians.
(Η κυβέρνηση προειδοποίησε ότι οποιαδήποτε πράξη βίας θα τρομοκρατήσει μόνο αθώους πολίτες.)
Η λέξη "terrorize" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις.
Terrorize the opposition - The players decided to terrorize the opposition with their aggressive tactics.
(Οι παίκτες αποφάσισαν να τρομοκρατήσουν την αντίπαλη ομάδα με τις επιθετικές τακτικές τους.)
Terrorize someone into compliance - They tried to terrorize him into compliance, but he stood his ground.
(Προσπάθησαν να τον τρομοκρατήσουν για να συμμορφωθεί, αλλά αυτός κράτησε την στάση του.)
Terrorize with fear - The villain aimed to terrorize with fear and chaos throughout the city.
(Ο κακός επιδίωκε να τρομοκρατήσει με φόβο και χάος σε ολόκληρη την πόλη.)
Terrorize the streets - Gang members were known to terrorize the streets late at night.
(Τα μέλη της συμμορίας ήταν γνωστά ότι τρομοκρατούσαν τους δρόμους αργά τη νύχτα.)
Terrorize innocent victims - The attackers chose to terrorize innocent victims to send a message.
(Οι επιτιθέμενοι διάλεξαν να τρομοκρατήσουν αθώα θύματα για να στείλουν ένα μήνυμα.)
Η λέξη "terrorize" προέρχεται από το γαλλικό "terreur", που σημαίνει "φόβος" και το λατινικό "terror", που σημαίνει "άγχος" ή "φόβος".
Συνώνυμα:
- frighten (φοβίζω)
- intimidate (εκφοβίζω)
- scare (τρομάζω)
Αντώνυμα:
- comfort (παρηγορώ)
- assure (διαβεβαιώνω)
- calm (ηρεμώ)