Ο όρος "test meal" αποτελεί συνδυασμό δύο λέξεων: - "test": ουσιαστικό - "meal": ουσιαστικό
/test miːl/
Ο όρος "test meal" χρησιμοποιείται συνήθως για να αναφερθεί σε ένα γεύμα που σερβίρεται με σκοπό τη δοκιμή ή την αξιολόγησή του, π.χ. σε ιατρικές εξετάσεις ή σε γαστρονομικά έργα.
Η χρήση του είναι αρκετά συχνή και παρατηρείται περισσότερο σε υγειονομικά και γαστρονομικά συμφραζόμενα, επιστημονικά άρθρα και ειδικές εκθέσεις.
Αγγλικά: The doctor instructed me to have a test meal before the procedure.
Ελληνικά: Ο γιατρός με διέταξε να κάνω ένα δοκιμαστικό γεύμα πριν τη διαδικασία.
Αγγλικά: They prepared a test meal to assess my dietary needs.
Ελληνικά: Ετοίμασαν ένα δοκιμαστικό γεύμα για να εκτιμήσουν τις διατροφικές μου ανάγκες.
Ο όρος "test meal" δεν είναι ιδιαίτερα κοινός σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε καταστάσεις που αφορούν δοκιμές ή εξετάσεις. Ωστόσο, η έννοια της δοκιμής μπορεί να δειχθεί μέσω άλλων ιδιωματικών εκφράσεων που σχετίζονται με την τροφή ή της διαδικασίας αξιολόγησης:
Αγγλικά: This test meal is a real eye-opener for my new diet.
Ελληνικά: Αυτό το δοκιμαστικό γεύμα είναι πραγματικά αποκαλυπτικό για τη νέα μου διατροφή.
Αγγλικά: A test meal can reveal hidden allergies.
Ελληνικά: Ένα δοκιμαστικό γεύμα μπορεί να αποκαλύψει κρυφές αλλεργίες.
Αγγλικά: During our cooking class, we had our test meal at the end of the course.
Ελληνικά: Κατά τη διάρκεια του μαθήματος μαγειρικής, είχαμε το δοκιμαστικό γεύμα στο τέλος του μαθήματος.
Ο "test" προέρχεται από τη λατινική λέξη "testari" που σημαίνει "δοκιμάζω" ή "επιβεβαιώνω". Ο "meal" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "mæl" που σημαίνει "γήρας" και προορίζεται για το γεύμα ή την τροφή.