Το "test score" είναι φράση που λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/tɛst skɔr/
Η φράση "test score" αναφέρεται στην βαθμολογία ή την αξιολόγηση που αποκτά κάποιος μετά από τη συμμετοχή του σε ένα τεστ ή εξετάση. Χρησιμοποιείται κυρίως σε εκπαιδευτικά πλαίσια για να εκφράσει την επιτυχία ή την αποτυχία ενός μαθητή σε ένα διαγώνισμα ή τεστ.
Πήρε μια υψηλή βαθμολογία στο μαθηματικό της τεστ.
The teacher announced the test scores for the whole class.
Ο δάσκαλος ανακοίνωσε τις βαθμολογίες των τεστ για όλη την τάξη.
Improving your test score requires consistent study habits.
Ο όρος "test score" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την εκπαίδευση και την αξιολόγηση.
"Η βαθμολογία του τεστ είναι απλώς ένας αριθμός, αλλά η προσπάθεια είναι το παν."
"Don’t let a low test score define your abilities."
"Μην αφήνεις μια χαμηλή βαθμολογία να καθορίσει τις ικανότητές σου."
"She was over the moon about her perfect test score."
"Ήταν στον έβδομο ουρανό με την τέλεια βαθμολογία της στο τεστ."
"A test score can indicate areas that need improvement."
"Μια βαθμολογία τεστ μπορεί να δείξει περιοχές που χρειάζονται βελτίωση."
"Parents often compare their children's test scores."
Η λέξη "test" έχει τις ρίζες της στη λατινική λέξη "testare" που σημαίνει "δοκιμάζω" ή "πιστοποιώ". Η λέξη "score" προέρχεται από την παλαιά Αγγλική λέξη "scora" που σημαίνει 'σημείο'. Οι δύο όροι συνδυάζονται για να εξηγήσουν την έννοια της βαθμολογίας σε σχέση με τη δοκιμασία ή την αξιολόγηση.
Συνώνυμα: - Assessment result (αποτέλεσμα αξιολόγησης) - Exam result (αποτέλεσμα εξετάσεων)
Αντώνυμα: - Low score (χαμηλή βαθμολογία) - Poor performance (κακή απόδοση)