Το "testable" είναι επίθετο.
/ˈtɛstəbəl/
"Testable" αναφέρεται σε κάτι που μπορεί να εξεταστεί ή να δοκιμαστεί, συνήθως αναφερόμενο σε υποθέσεις, θεωρίες ή προϊόντα. Χρησιμοποιείται συχνά στη γλώσσα των επιστημών, της μηχανικής, της πληροφορικής καθώς και σε άλλες πειραματικές μεθόδους.
Συχνότητα χρήσης: Η λέξη "testable" χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό περιβάλλον, όπως σε επιστημονικές μελέτες ή τεχνικά κείμενα, αλλά μπορεί να εμφανίζεται και σε προφορικές συζητήσεις σε σχετικό πλαίσιο.
The scientist proposed a testable hypothesis for the experiment.
(Ο επιστήμονας πρότεινε μια δοκιμαστική υπόθεση για το πείραμα.)
We need to ensure the software is testable before release.
(Πρέπει να διασφαλίσουμε ότι το λογισμικό είναι ελεγξιμό πριν από την κυκλοφορία.)
A good research question should be clear and testable.
(Μια καλή ερευνητική ερώτηση πρέπει να είναι σαφής και δοκιμαστική.)
Η λέξη "testable" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών φράσεων, αλλά μπορεί να συνδυάζεται σε επαγγελματικά και τεχνικά συμφραζόμενα. Ακολουθούν μερικές χρήσιμες προτάσεις:
A testable theory can easily be validated by experiments.
(Μια δοκιμαστική θεωρία μπορεί εύκολα να επικυρωθεί από πειράματα.)
In programming, creating testable code is crucial for maintenance.
(Στον προγραμματισμό, η δημιουργία ελεγκτικού κώδικα είναι κρίσιμη για τη συντήρηση.)
We must focus on making our models more testable to improve accuracy.
(Πρέπει να επικεντρωθούμε στο να καταστήσουμε τα μοντέλα μας πιο δοκιμαστικά για να βελτιώσουμε την ακρίβεια.)
The principle of testable predictions is fundamental in science.
(Η αρχή των δοκιμαστικών προβλέψεων είναι θεμελιώδης στην επιστήμη.)
Effective marketing strategies are based on testable outcomes.
(Αποτελεσματικές στρατηγικές μάρκετινγκ βασίζονται σε ελεγξιμότατα αποτελέσματα.)
A testable approach in education can enhance learning outcomes.
(Μια δοκιμαστική προσέγγιση στην εκπαίδευση μπορεί να ενισχύσει τα αποτελέσματα μάθησης.)
Η λέξη "testable" προέρχεται από το ρήμα "test" (δοκιμάζω) και την κατάληξη "-able," η οποία δηλώνει ικανότητα ή δυνατότητα. Έτσι, το "testable" σημαίνει "ικανός να δοκιμαστεί".
Συνώνυμα: - verifiable (επαληθεύσιμος) - demonstrable (δημοσιεύσιμος)
Αντώνυμα: - untestable (μη δοκιμαστικός) - unverifiable (μη επαληθεύσιμος)