Επίθετο (Adjective)
/ˈtɛkstʃərd/
Η λέξη "textured" αναφέρεται σε κάτι που έχει μια συγκεκριμένη υφή ή επιφάνεια. Συνήθως χρησιμοποιείται για να περιγράψει αντικείμενα ή επιφάνειες που δεν είναι λεία και έχουν κάποιο επίπεδο αφής, δηλαδή έχουν διαφορετικές ή ποικιλόμορφες υφές. Στη γλώσσα των τεχνών, για παράδειγμα, μπορεί να αναφέρεται σε πίνακες ή υφάσματα, ενώ στην αρχιτεκτονική μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει τη υφή των τοίχων ή άλλων επιφανειών.
Η χρήση της λέξης "textured" είναι πιο συχνή σε γραπτό λόγο, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί σε προφορικές περιγραφές σχετικών αντικειμένων ή εμπειριών.
The wall has a beautifully textured surface that adds depth to the room.
(Ο τοίχος έχει μια όμορφα υφασμένη επιφάνεια που προσθέτει βάθος στο δωμάτιο.)
She chose a textured fabric for the sofa to create a more inviting atmosphere.
(Διάλεξε ένα υφασμένο ύφασμα για τον καναπέ για να δημιουργήσει μια πιο φιλόξενη ατμόσφαιρα.)
The artist preferred to work with textured paints that create a unique visual effect.
(Ο καλλιτέχνης προτιμούσε να εργάζεται με υφασμένα χρώματα που δημιουργούν ένα μοναδικό οπτικό εφέ.)
Η λέξη "textured" μπορεί να συμμετέχει σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και περιγραφές:
A textured personality
Meaning: Someone with a complex and interesting character.
(Μια υφασμένη προσωπικότητα)
She has a textured personality that makes her fascinating to talk to.
(Έχει μια υφασμένη προσωπικότητα που την κάνει συναρπαστική στη συνομιλία.)
Textured experiences
Meaning: Experiences that are rich and varied.
(Υφασμένες εμπειρίες)
Traveling abroad gave me textured experiences that broadened my perspective.
(Τα ταξίδια στο εξωτερικό μου έδωσαν υφασμένες εμπειρίες που διεύρυναν την προοπτική μου.)
A textured narrative
Meaning: A story that has depth and complexity.
(Μια υφασμένη αφήγηση)
The novel offers a textured narrative that keeps the reader engaged.
(Το μυθιστόρημα προσφέρει μια υφασμένη αφήγηση που κρατά τον αναγνώστη αφοσιωμένο.)
Η λέξη προέρχεται από το αγγλικό ρήμα "texture", το οποίο προέρχεται από την λατινική λέξη "textura", που σημαίνει "υφάνω" ή "δομή". Στη σύγχρονη χρήση, η λέξη έχει επεκταθεί για να περιγράψει μια ευρεία γκάμα υφών και επιφανειών.
rough (τραχύς)
Αντώνυμα: