Ο όρος "Cingalese" είναι επίθετο και ουσιαστικό.
/ˌsɪŋəˈliːz/
Η λέξη "Cingalese" χρησιμοποιείται για να περιγράψει: 1. Οτιδήποτε σχετίζεται με τη Σρι Λάνκα, ειδικότερα με την εθνοτική ομάδα των Σινγκάλεζων που είναι η πλειοψηφία του πληθυσμού. 2. Τη γλώσσα των Σινγκάλεζων, γνωστή ως Σινγκάλα.
Ο όρος "Cingalese" χρησιμοποιείται συχνά σε κείμενα που σχετίζονται με την πολιτιστική, γλωσσική και κοινωνική διάσταση της Σρι Λάνκα. Είναι πιο συνηθισμένος σε γραπτά κείμενα, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και στον προφορικό λόγο.
Ο πολιτισμός των Σινγκάλεζων είναι πλούσιος σε παραδόσεις και γιορτές.
The Cingalese language is one of the official languages of Sri Lanka.
Η γλώσσα των Σινγκάλεζων είναι μία από τις επίσημες γλώσσες της Σρι Λάνκα.
Many Cingalese people celebrate the Sinhala and Tamil New Year.
Ο όρος "Cingalese" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την εθνοτική πολιτιστική κληρονομιά της Σρι Λάνκα. Ωστόσο, δεν είναι κοινές ιδιωματικές εκφράσεις στη λαϊκή γλώσσα. Παρόλα αυτά, παρακάτω δίνεται μια ικανή σειρά προτάσεων που περιέχουν τον όρο σε διαφορετικά συμφραζόμενα.
Η φιλοξενία των Σινγκάλεζων είναι διάσημη για τη θερμότητα και την καλοσύνη της.
The Cingalese cuisine features a variety of spicy dishes.
Η κουζίνα των Σινγκάλεζων περιλαμβάνει μια ποικιλία από πικάντικα πιάτα.
Cingalese art reflects the history and diversity of Sri Lanka.
Η λέξη "Cingalese" προέρχεται από τη λέξη "Ceylon" (Σρι Λάνκα), η οποία έχει τις ρίζες της στην αραβική λέξη "Serendib", που χρησιμοποιήθηκε για την περιγραφή του νησιού κατά τη διάρκεια του μεσαίωνα. Ο όρος "Singhalese" αναφέρεται στους Σινγκάλεζους, οι οποίοι προέρχονται από τις πρώτες άφιξες στη Σρι Λάνκα.
Συνώνυμα: - Sinhalese (Σινγκάλεζος) - Sinhala (Σινγκάλα, που αναφέρεται στη γλώσσα)
Αντώνυμα: - Tamil (Ταμίλ, αναφερόμενος σε άλλη εθνοτική ομάδα της Σρι Λάνκα)
Αυτή η παρουσίαση ελπίζω να καλύπτει πλήρως τις πληροφορίες που ζητήσατε για τη λέξη "the Cingalese".