Το "the Nipponese" είναι ουσιαστικό.
/ðə nɪpəˈniːz/
Ο όρος "Nipponese" αναφέρεται σε άτομα ή πολιτισμικές αναφορές που σχετίζονται με την Ιαπωνία. Συνήθως χρησιμοποιείται για να περιγράψει τους Ιάπωνες ή τη γλώσσα τους. Ο όρος "Nippon" είναι ο αυτόχθων όρος για την Ιαπωνία, και η λέξη "Nipponese" προέρχεται από αυτόν. - Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά: Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε επίσημα ή ακαδημαϊκά πλαίσια. Τείνει να είναι λιγότερο συχνός στον καθημερινό προφορικό λόγο. - Συχνότητα χρήσης: Σπάνια επικρατεί σε προφορικό λόγο και πιο συχνά σε γραπτό πλαίσιο.
Η ιαπωνική κουλτούρα είναι πλούσια σε παραδόσεις.
Many people are interested in learning the Nipponese language.
Πολλοί άνθρωποι ενδιαφέρονται να μάθουν τη ιαπωνική γλώσσα.
The Nipponese cuisine is known for its flavors and aesthetics.
Ο όρος "Nipponese" δεν εμφανίζεται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να παρατηρηθεί σε περιγραφές που σχετίζονται με την Ιαπωνία. Εδώ είναι κάποιες ιδιωματικές χρήσεις που αφορούν τη χώρα και τον πολιτισμό της:
"Το να γίνεις ιαπωνικός" μπορεί να σημαίνει να βυθιστείς στην ιαπωνική κουλτούρα.
"The Nipponese heritage is celebrated through festivals worldwide."
Η ιαπωνική κληρονομιά γιορτάζεται σε φεστιβάλ σε όλο τον κόσμο.
"She has a Nipponese spirit in her artistic expression."
Έχει έναν ιαπωνικό πνεύμα στην καλλιτεχνική της έκφραση.
"Traveling to Japan feels like embracing the Nipponese traditions."
Το να ταξιδεύεις στην Ιαπωνία νιώθεις σαν να αγκαλιάζεις τις ιαπωνικές παραδόσεις.
"He brought back Nipponese artifacts from his travels."
Η λέξη "Nipponese" προέρχεται από τον όρο "Nippon," που είναι ο αυτοχθόν όρος των Ιαπώνων για τη χώρα τους, σε συνδυασμό με το αγγλικό επίθημα "-ese," το οποίο χρησιμοποιείται για τη μορφή των όρων που σχετίζονται με συγκεκριμένες εθνικότητες.
Συνώνυμα: - Ιάπωνες - Ιαπωνικός
Αντώνυμα: - μη-ιαπωνικός (non-Japanese) - ξένος (foreigner)