"the eldest hand" είναι μια φράση που χρησιμοποιείται κυρίως ως ουσιαστικό.
/ði ˈɛl.dɪst hænd/
Η φράση "the eldest hand" μπορεί να αναφέρεται κυριολεκτικά στο 'μεγαλύτερο χέρι' ή πιο μεταφορικά σε κάποιον που έχει περισσότερη εμπειρία ή είναι ο πιο ηλικιωμένος σε ένα συγκείμενο, όπως μια οικογένεια ή μια ομάδα ανθρώπων. Χρησιμοποιείται κυρίως σε πιο λογοτεχνικά ή κλασικά συμφραζόμενα.
Αυτή η φράση δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη στο καθημερινό αγγλικό, ωστόσο μπορεί να εμφανίζεται σε λογοτεχνικά κείμενα ή στην ομιλία που προορίζεται να είναι πιο ποιητική ή παραδοσιακή. Χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό και όχι στον προφορικό λόγο.
The eldest hand in the family always had the final say in decisions.
(Το μεγαλύτερο χέρι στην οικογένεια είχε πάντα τον τελευταίο λόγο στις αποφάσεις.)
When it came to the project, the eldest hand provided invaluable guidance.
(Όταν αφορούσε το έργο, το μεγαλύτερο χέρι παρείχε πολύτιμη καθοδήγηση.)
Η φράση "the eldest hand" δεν είναι συνήθως μέρος γνωστών ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά η έννοια της εμπειρίας ή του μεγαλύτερου ηλικιακού ατόμου μπορεί να εμφανιστεί σε αρκετές χρήσεις στην κοινή γλώσσα.
With the eldest hand steering the ship, we felt more secure.
(Με το μεγαλύτερο χέρι στο τιμόνι, νιώσαμε πιο ασφαλείς.)
Even though I am new, I value the advice of the eldest hand.
(Ακόμα κι αν είμαι καινούριος, εκτιμώ τη συμβουλή του μεγαλύτερου χεριού.)
Η λέξη "eldest" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "ældra", που σημαίνει "παλαιότερος". Η λέξη "hand" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "hand", που αναφέρεται στο άκρο του ανθρώπινου σώματος.