Ο όρος "theatre commander" είναι ουσιαστικό.
/ˈθiːətər kəˈmɑːndər/
Ο όρος "theatre commander" αναφέρεται σε έναν στρατιωτικό ή διοικητικό αξιωματικό που είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση στρατηγικών και τακτικών εντολών σε ένα συγκεκριμένο γεωγραφικό θέατρο επιχειρήσεων. Συχνά χρησιμοποιείται σε στρατιωτικά συμφραζόμενα για να περιγράψει τον αξιωματικό που έχει τη γενική ευθύνη για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στην συγκεκριμένη περιοχή. Ο όρος χρησιμοποιείται και στο γραπτό και στον προφορικό λόγο, αλλά είναι πιο συνηθισμένος σε επίσημα και στρατιωτικά πλαίσια.
The theatre commander issued new orders to the troops.
Ο διοικητής θεάτρου εξέδωσε νέες διαταγές προς τα στρατεύματα.
During the operation, the theatre commander faced several challenges.
Κατά τη διάρκεια της επιχείρησης, ο διοικητής θεάτρου αντιμετώπισε πολλές προκλήσεις.
The theatre commander represents the military in high-level discussions.
Ο διοικητής θεάτρου εκπροσωπεί τον στρατό σε διαβουλεύσεις υψηλού επιπέδου.
Ο όρος "theatre commander" δεν είναι συχνά παρών σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχει η δυνατότητα χρήσης του σε στρατιωτικά συμφραζόμενα. Ωστόσο, παρέχω ορισμένες χρήσιμες προτάσεις που μπορεί να σχετίζονται με τον διοικητή θεάτρου:
The theatre commander has the final say on military operations in the area.
Ο διοικητής θεάτρου έχει τον τελευταίο λόγο στις στρατιωτικές επιχειρήσεις στην περιοχή.
All plans went through the theatre commander's office before execution.
Όλα τα σχέδια πέρασαν από το γραφείο του διοικητή θεάτρου πριν από την εκτέλεση.
The theatre commander coordinated efforts with allied forces for an effective strategy.
Ο διοικητής θεάτρου συντόνισε τις προσπάθειες με τις συμμαχικές δυνάμεις για μια αποτελεσματική στρατηγική.
He was promoted to theatre commander after successfully managing complex operations.
Προήχθη σε διοικητή θεάτρου μετά την επιτυχή διαχείριση πολύπλοκων επιχειρήσεων.
Ο όρος "theatre" προέρχεται από το ελληνικό "θέατρον", που σημαίνει "τόπος για θέαση" και έχει καταλήξει να σημαίνει γεωγραφικός χώρος ή περιοχή επιχειρήσεων. Ο όρος "commander" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "commandant", που σημαίνει "εκείνος που δίνει εντολές" και προέρχεται από τη λατινική ρίζα "commandare".
Συνώνυμα - Commander - Officer in charge - Theatre chief
Αντώνυμα - Subordinate - Follower - Assistant commander