Επίθετο (Adjective)
/θɪˈætrɪk/
Η λέξη "theatric" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που σχετίζεται με το θέατρο, ή έχει χαρακτηριστικά που είναι θεατρικά ή εντυπωσιακά. Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει συμπεριφορές ή συμπεριφορές που είναι παρατραβηγμένες ή υπερβολικές, όπως αυτές που θα μπορούσαν να παρατηρηθούν σε μια παράσταση.
Η λέξη "theatric" χρησιμοποιείται κυρίως στο γραπτό πλαίσιο όταν αναλύεται η τέχνη του θεάτρου ή όταν περιγράφονται συγκεκριμένες συμπεριφορές. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια και μπορεί να βρεθεί σε κριτικές παραστάσεων ή σε αναλύσεις θεατρικών έργων.
Her theatric performance captivated the entire audience.
(Η θεατρική της παράσταση καθήλωσε το κοινό.)
He has a very theatric way of expressing himself.
(Έχει έναν πολύ θεατρικό τρόπο να εκφράζεται.)
The theatric effects in the play enhanced its emotional impact.
(Οι θεατρικοί εφέ στην παράσταση ενίσχυσαν την συναισθηματική της επίδραση.)
Η λέξη "theatric" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά είναι σχετική με το θέατρο και μπορεί να βρει εφαρμογή σε περισσότερα θεατρικά ή κοινωνικά συμφραζόμενα.
"Theatric gestures can make even a simple story engaging."
(Οι θεατρικές χειρονομίες μπορούν να κάνουν ακόμη και μια απλή ιστορία συναρπαστική.)
"He always puts on a theatric display when he’s trying to make a point."
(Πάντα κάνει μια θεατρική εμφάνιση όταν προσπαθεί να κάνει μια αξίωση.)
"Her theatric flair adds a unique charm to her presentations."
(Η θεατρική της φινέτσα προσθέτει μια μοναδική γοητεία στις παρουσιάσεις της.)
Η λέξη "theatric" προέρχεται από το ελληνικό "theatron," που σημαίνει "θέατρο." Η χρήση της αγγλικής μορφής "theatric" έχει παραμείνει πιστή στην αναφορά στο θέατρο και τα χαρακτηριστικά του.
Συνώνυμα:
- Dramatic (δραματικός)
- Theatrical (θεατρικός)
Αντώνυμα:
- Subdued (υποταγμένος)
- Quiet (ήσυχος)