Thematic είναι ένα επίθετο.
/θəˈmætɪk/
Η λέξη "thematic" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που σχετίζεται με ένα συγκεκριμένο θέμα ή μια κεντρική ιδέα. Στην αγγλική γλώσσα, χρησιμοποιείται συνήθως σε ακαδημαϊκά ή καλλιτεχνικά πλαίσια, όπως στη λογοτεχνία, όπου μπορεί να αναφέρεται στα κεντρικά θέματα ενός έργου ή μιας ανάλυσης.
Η λέξη "thematic" συναντάται συχνά και στα δύο είδη λόγου, γραπτού και προφορικού, αλλά είναι πιο συχνή σε ακαδημαϊκά ή τεχνικά κείμενα.
Χρησιμοποιείται συχνά στα πλαίσια της ανάλυσης έργων τέχνης, λογοτεχνίας, κοινωνικών επιστημών κ.α.
The thematic elements in the novel are very well developed.
Τα θεματικά στοιχεία στο μυθιστόρημα είναι πολύ καλά ανεπτυγμένα.
The conference focused on thematic issues in modern education.
Η διάσκεψη επικεντρώθηκε σε θεματικά θέματα στη σύγχρονη εκπαίδευση.
The artist is known for her thematic consistency across different mediums.
Η καλλιτέχνης είναι γνωστή για τη θεματική συνέπεια σε διάφορα μέσα.
Η λέξη "thematic" δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε κάποια ενδιαφέροντα συμφραζόμενα:
Thematic approach to learning improves retention.
Η θεματική προσέγγιση στη μάθηση βελτιώνει την κατακράτηση.
Thematic analysis is crucial for qualitative research.
Η θεματική ανάλυση είναι καθοριστική για την ποιοτική έρευνα.
They created thematic displays for the exhibition.
Δημιούργησαν θεματικές εκθέσεις για την έκθεση.
Η λέξη "thematic" προέρχεται από το ελληνικό "θέμα" (thema), το οποίο σημαίνει "θέμα" ή "θέση", και συνδέεται με την κατάληξη "-ic", που υποδηλώνει σχέση ή σχετικότητα.