theological virtues - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

theological virtues (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ο όρος "theological virtues" είναι ουσιαστικός (noun).

Φωνητική μεταγραφή

/θɪəˈlɒdʒɪkəl ˈvɜːtjuːz/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Οι θεολογικές αρετές αναφέρονται στις τρεις βασικές αρετές στην καθολική παράδοση, που είναι η πίστη, η ελπίδα και η αγάπη. Αυτές οι αρετές θεωρούνται θεμελιώδεις για τη ζωή των πιστών και επηρεάζουν την ηθική τους συμπεριφορά και τη σχέση τους με το Θεό. Η χρήση τους είναι πιο συχνή στο θρησκευτικό και φιλοσοφικό πλαίσιο, αν και μπορεί να συναντηθούν και σε κοινωνικές συζητήσεις σχετικά με την ηθική.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. The theological virtues of faith, hope, and charity guide believers in their spiritual journey.
  2. Οι θεολογικές αρετές της πίστης, της ελπίδας και της αγάπης καθοδηγούν τους πιστούς στην πνευματική τους πορεία.

  3. Understanding the theological virtues can deepen one's relationship with God.

  4. Η κατανόηση των θεολογικών αρετών μπορεί να εμβαθύνει τη σχέση κάποιου με το Θεό.

Ιδιωματικές εκφράσεις με τη λέξη "theological virtues"

  1. Cultivating the theological virtues leads to a more fulfilling spiritual life.
  2. Η καλλιέργεια των θεολογικών αρετών οδηγεί σε μια πιο πληρωμένη πνευματική ζωή.

  3. He emphasizes the importance of the theological virtues in moral decision making.

  4. Αυτός τονίζει τη σημασία των θεολογικών αρετών στη λήψη ηθικών αποφάσεων.

  5. The community thrives when its members live out the theological virtues.

  6. Η κοινότητα ανθίζει όταν τα μέλη της ζουν τις θεολογικές αρετές.

  7. Teaching children about the theological virtues can help shape their character.

  8. Η διδασκαλία των παιδιών σχετικά με τις θεολογικές αρετές μπορεί να βοηθήσει στη διαμόρφωση του χαρακτήρα τους.

  9. In times of crisis, the theological virtues provide strength and hope.

  10. Σε περιόδους κρίσης, οι θεολογικές αρετές παρέχουν δύναμη και ελπίδα.

Ετυμολογία της λέξης

Ο όρος "theological" προέρχεται από τα ελληνικά "θεολογία", που σημαίνει "μελέτη του Θεού", συνδυασμένο με το "virtues", που προέρχεται από το λατινικό "virtus," που σημαίνει "αρετή."

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα:
- Θεϊκές αρετές
- Πνευματικές αρετές

Αντώνυμα:
- Υλιστικές αρετές
- Ανήθικες αρετές



25-07-2024