Ο όρος "theological virtues" είναι ουσιαστικός (noun).
/θɪəˈlɒdʒɪkəl ˈvɜːtjuːz/
Οι θεολογικές αρετές αναφέρονται στις τρεις βασικές αρετές στην καθολική παράδοση, που είναι η πίστη, η ελπίδα και η αγάπη. Αυτές οι αρετές θεωρούνται θεμελιώδεις για τη ζωή των πιστών και επηρεάζουν την ηθική τους συμπεριφορά και τη σχέση τους με το Θεό. Η χρήση τους είναι πιο συχνή στο θρησκευτικό και φιλοσοφικό πλαίσιο, αν και μπορεί να συναντηθούν και σε κοινωνικές συζητήσεις σχετικά με την ηθική.
Οι θεολογικές αρετές της πίστης, της ελπίδας και της αγάπης καθοδηγούν τους πιστούς στην πνευματική τους πορεία.
Understanding the theological virtues can deepen one's relationship with God.
Η καλλιέργεια των θεολογικών αρετών οδηγεί σε μια πιο πληρωμένη πνευματική ζωή.
He emphasizes the importance of the theological virtues in moral decision making.
Αυτός τονίζει τη σημασία των θεολογικών αρετών στη λήψη ηθικών αποφάσεων.
The community thrives when its members live out the theological virtues.
Η κοινότητα ανθίζει όταν τα μέλη της ζουν τις θεολογικές αρετές.
Teaching children about the theological virtues can help shape their character.
Η διδασκαλία των παιδιών σχετικά με τις θεολογικές αρετές μπορεί να βοηθήσει στη διαμόρφωση του χαρακτήρα τους.
In times of crisis, the theological virtues provide strength and hope.
Ο όρος "theological" προέρχεται από τα ελληνικά "θεολογία", που σημαίνει "μελέτη του Θεού", συνδυασμένο με το "virtues", που προέρχεται από το λατινικό "virtus," που σημαίνει "αρετή."
Συνώνυμα:
- Θεϊκές αρετές
- Πνευματικές αρετές
Αντώνυμα:
- Υλιστικές αρετές
- Ανήθικες αρετές