"theoretical substance" είναι φράση που περιλαμβάνει δύο λέξεις: "theoretical" (επίθετο) και "substance" (ουσιαστικό).
/θɪəˈɹɛtɪkəl ˈsʌbstəns/
Η φράση "theoretical substance" αναφέρεται σε μια έννοια ή μια ουσία που υπάρχει σε θεωρητικό επίπεδο, που μπορεί να είναι χρήσιμη ή σχετική στο πεδίο των θεωριών και της επιστημονικής σκέψης, αλλά δεν έχει απαραίτητα φυσική ή πρακτική υπόσταση. Συχνά χρησιμοποιείται σε ακαδημαϊκά και φιλοσοφικά συμφραζόμενα.
Η χρήση της είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε ακαδημαϊκά κείμενα και αναλύσεις.
Η θεωρητική ουσία του επιχειρήματος του φιλοσόφου ήταν πειστική.
In many scientific discussions, the theoretical substance of hypotheses is crucial for further experiments.
Σε πολλές επιστημονικές συζητήσεις, η θεωρητική ουσία των υποθέσεων είναι κρίσιμη για περαιτέρω πειράματα.
The book explores the theoretical substance behind modern physics.
Η φράση "theoretical substance" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πιο σύνθετες δομές.
Όταν συζητάμε περίπλοκες ιδέες, είναι σημαντικό να διακρίνουμε τη θεωρητική ουσία από την πρακτική εφαρμογή.
The theoretical substance of this model must be tested in real-world scenarios.
Η θεωρητική ουσία αυτού του μοντέλου πρέπει να δοκιμαστεί σε πραγματικά σενάρια.
Without a clear theoretical substance, the research lacks validity.
Συνώνυμα: - conceptual essence (εννοιολογική ουσία) - abstract entity (αφηρημένη οντότητα)
Αντώνυμα: - practical substance (πρακτική ουσία) - tangible substance (σχετική ουσία)