Ο "therapeutic applicator" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/θɛrəˈpjuːtɪk ˈæplɪkeɪtər/
Ο όρος "therapeutic applicator" αναφέρεται σε μία συσκευή ή εργαλείο που χρησιμοποιείται για την εφαρμογή θεραπειών ή για την παροχή θεραπευτικών διαδικασιών, όπως μασάζ, θερμότητα ή ηλεκτροθεραπεία. Χρησιμοποιείται κυρίως στο πλαίσιο της φυσικοθεραπείας και της αποκατάστασης, συχνά σε ιατρικά ή θεραπευτικά περιβάλλοντα. Η συχνότητα χρήσης του είναι μεγαλύτερη σε επαγγελματικά και ιατρικά κείμενα ή συζητήσεις παρά στον προφορικό λόγο.
Ο θεραπευτής συνέστησε να χρησιμοποιηθεί ένας θεραπευτικός εφαρμοστής για τη μείωση του πόνου.
The therapeutic applicator provides targeted treatment for muscle injuries.
Ο θεραπευτικός εφαρμοστής παρέχει στοχευμένη θεραπεία για τραυματισμούς μυών.
Many clinics are investing in advanced therapeutic applicators for more effective treatments.
Ενώ ο όρος "therapeutic applicator" δεν ανήκει σε γνωστές ιδιωματικές εκφράσεις, σχετίζεται με αρκετές φράσεις που χρησιμοποιούνται στον τομέα της υγείας:
"Εφαρμόστε τον θεραπευτικό εφαρμοστή σε κυκλικές κινήσεις."
"The use of a therapeutic applicator can enhance recovery."
"Η χρήση ενός θεραπευτικού εφαρμοστή μπορεί να ενισχύσει την ανάρρωση."
"Many patients find relief through the therapeutic applicator."
"Πολλοί ασθενείς βρίσκουν ανακούφιση μέσω του θεραπευτικού εφαρμοστή."
"A therapeutic applicator is essential in physical therapy."
"Ένας θεραπευτικός εφαρμοστής είναι απαραίτητος στη φυσικοθεραπεία."
"Your doctor may recommend a therapeutic applicator for home use."
Η λέξη "therapeutic" προέρχεται από το ελληνικό "θεραπευτικός" (therapeutikos), που σημαίνει "υγιεινός" ή "σχετικός με τη θεραπεία". Ο όρος "applicator" προέρχεται από το λατινικό "applicare", που σημαίνει "εφαρμόζω".
Συνώνυμα: - θεραπευτική συσκευή - θεραπευτικό εργαλείο
Αντώνυμα: - βλαβερός εφαρμοστής (malefic applicator) - ανενεργός εφαρμοστής (inactive applicator)