Θεραπευτικό (Modified noun)
/θɛrˈiæk/
Η λέξη "theriac" προέρχεται από την αρχαία ελληνική και αναφέρεται σε μια θεραπευτική ουσία, εγκεκριμένη συνήθως για τη θεραπεία δηλητηριάσεων ή άλλων ασθενειών. Στην αγγλική γλώσσα, χρησιμοποιείται κυρίως σε ιστορικό και ιατρικό πλαίσιο για να περιγράψει φάρμακα που χρησιμοποιούνταν στο παρελθόν, κυρίως στην αρχαία ιατρική. Η χρήση της είναι σχετικά σπάνια σήμερα και προτιμάται περισσότερο σε γραπτό λόγο παρά στον προφορικό.
The ancient Greeks believed that theriac could counteract poisons.
Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι η θεριακή μπορούσε να αντιπαραταχτεί στις δηλητηριάσεις.
Many historians study theriac to understand ancient medical practices.
Πολλοί ιστορικοί μελετούν τη θεριακή για να κατανοήσουν τις αρχαίες ιατρικές πρακτικές.
Η λέξη "theriac" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα σήμερα, αλλά μπορεί να αναφερθεί σε προτάσεις που σχετίζονται με την αρχαία ιατρική ή τη φαρμακολογία.
"He treated his ailments with a concoction of theriac."
"Θεράπευσε τα βάσανά του με ένα μείγμα θηριακής."
"In old texts, theriac was often recommended for various conditions."
"Σε παλαιά κείμενα, η θηριακή συχνά συνιστούνταν για διάφορες παθήσεις."
"The mystique surrounding theriac often attracts medical historians."
"Η μυστηριώδης φύση της θηριακής συχνά προσελκύει ιατρικούς ιστορικούς."
Η λέξη "theriac" προέρχεται από την ελληνική λέξη "θριάκον" (thriakon), που αναφέρεται σε ένα γιατρικό μείγμα ή αντίδοτο, χρησιμοποιούμενο κατά την αρχαιότητα.
Συνώνυμα: antidote, remedy, potion
Αντώνυμα: toxin, poison, disease
Ελπίζω αυτές οι πληροφορίες να σας φανούν χρήσιμες!