Επίθετο (Adjective)
/ˈθɜːrməˌstæt kənˈtroʊld/
Η λέξη "thermostat-controlled" αναφέρεται σε συσκευές ή συστήματα που ρυθμίζονται ή ελέγχονται από έναν θερμοστάτη, δηλαδή έναν μηχανισμό που διατηρεί τη θερμοκρασία σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο. Αυτού του είδους οι συσκευές είναι κοινές σε συστήματα θέρμανσης, ψύξης και γενικά κλιματισμού.
Η λέξη χρησιμοποιείται αρκετά συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, κυρίως σε τεχνικά ή βιομηχανικά συμφραζόμενα.
The thermostat-controlled heating system made our winter much more comfortable.
Το θερμοστάτης ελεγχόμενο σύστημα θέρμανσης έκανε τον χειμώνα μας πολύ πιο άνετο.
She prefers thermostat-controlled air conditioning for its energy efficiency.
Προτιμά τον θερμοστάτη ελεγχόμενο κλιματισμό για την ενεργειακή του απόδοση.
A thermostat-controlled oven can maintain the perfect temperature for baking.
Ένας θερμοστάτης ελεγχόμενο φούρνου μπορεί να διατηρεί την τέλεια θερμοκρασία για ψήσιμο.
Η λέξη "thermostat" δεν αποτελεί συνηθισμένο μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά οι σχετικές φράσεις που περιέχουν τον όρο "controlled" μπορούν να χρησιμοποιηθούν στη συνομιλία.
They live in a thermostat-controlled environment.
Ζουν σε ένα περιβάλλον ελεγχόμενο από θερμοστάτη.
The building uses a thermostat-controlled system for optimal energy use.
Το κτίριο χρησιμοποιεί ένα ελεγχόμενο από θερμοστάτη σύστημα για βέλτιστη χρήση ενέργειας.
I always feel more comfortable in a thermostat-controlled space.
Πάντα νιώθω πιο άνετα σε έναν χώρο ελεγχόμενο από θερμοστάτη.
This thermostat-controlled system helps to reduce energy waste.
Αυτό το ελεγχόμενο από θερμοστάτη σύστημα βοηθά στη μείωση της σπατάλης ενέργειας.
Thermostat-controlled devices can save money on heating bills.
Συσκευές ελεγχόμενες από θερμοστάτη μπορούν να εξοικονομήσουν χρήματα στους λογαριασμούς θέρμανσης.
Η λέξη "thermostat" προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις "thermo-" (θερμότητα) και "statos" (στοιχειώδης, σταθερός). Ήταν δάνειο στο Αγγλικό μέσω της Γαλλικής γλώσσας. Το "controlled" προέρχεται από τη λατινική λέξη "contrāllāre", που σημαίνει να ελέγχω.
Συνώνυμα:
- Thermostat-regulated (ρυθμιζόμενο από θερμοστάτη)
- Temperature-controlled (ελεγχόμενο θερμοκρασίας)
Αντώνυμα:
- Uncontrolled (μη ελεγχόμενο)
- Manual (χειροκίνητο)