Thick lens είναι ουσιαστικό.
/θɪk lɛns/
Ο όρος "thick lens" αναφέρεται σε ένα φακό που είναι παχύς σε σχέση με την κανονική του διάμετρο. Στη θεωρία των φακών, οι παχείς φακοί μπορεί να δημιουργήσουν πιο περίπλοκες οπτικές αποκρίσεις σε σύγκριση με τους λεπτούς φακούς. Αυτοί οι φακοί χρησιμοποιούνται συχνά σε εφαρμογές όπως κάμερες, μικροσκόπια και γυαλιά.
Οι όροι "thick lens" χρησιμοποιούνται κυρίως στα επιστημονικά και τεχνικά κείμενα. Η συχνότητα χρήσης του είναι μεγαλύτερη σε γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο, κυρίως σε μαθηματικά ή φυσικά κείμενα.
Ένας παχύς φακός μπορεί να παράγει μια πιο εστιασμένη εικόνα από έναν λεπτό φακό.
In optical systems, a thick lens is often needed for certain applications.
Σε οπτικά συστήματα, συχνά απαιτείται ένας παχύς φακός για ορισμένες εφαρμογές.
The design of a thick lens involves considering various optical properties.
Ο όρος "thick lens" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να συνδυαστεί με άλλες φράσεις σε τεχνικά ή επιστημονικά συμφραζόμενα.
Ένας παχύς φακός μπορεί να μεγεθύνει τα αντικείμενα σημαντικά.
When dealing with a thick lens, one must account for additional refraction.
Όταν ασχολείστε με έναν παχύ φακό, πρέπει να υπολογίσετε και την επιπλέον διάθλαση.
Understanding the behavior of light through a thick lens is essential for optical engineers.
Η λέξη "lens" προέρχεται από τη λατινική λέξη "lens", που σημαίνει "φακή" (το φασόλι φακής, λόγω της ομοιότητας στη μορφή). Ο όρος "thick" προέρχεται από το παλαιό αγγλικό "þicc", που σημαίνει "παχύς" ή "δυνατός".
Συνώνυμα: - Bulky lens - Thickened lens
Αντώνυμα: - Thin lens - Slim lens