Φράση (Phrasal Verb)
/θɪn aʊt/
Η φράση "thin out" σημαίνει να κάνεις κάτι λιγότερο πυκνό ή λιγότερο γεμάτο. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει τη διαδικασία αφαίρεσης ή μείωσης, είτε αφορά φυσικά αντικείμενα είτε ανθρώπους.
Συχνότητα χρήσης Η φράση χρησιμοποιείται και στον προφορικό και στο γραπτό λόγο, αλλά είναι πιο συνηθισμένη σε ανεπίσημες καταστάσεις και στη συνομιλία.
The crowd began to thin out after the concert ended.
(Το πλήθος άρχισε να αδυνατίζει μετά την ολοκλήρωση της συναυλίας.)
She decided to thin out her garden to make room for new plants.
(Αποφάσισε να καθαρίσει τον κήπο της για να κάνει χώρο για νέα φυτά.)
As winter approaches, the leaves on the trees thin out.
(Καθώς πλησιάζει ο χειμώνας, τα φύλλα στα δέντρα αδυνατίζουν.)
Η φράση "thin out" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Thin out the herd.
(Αδυνάτισμα του κοπαδιού.)
Αυτό αναφέρεται στη διαδικασία απομάκρυνσης ορισμένων στοιχείων από μια μεγάλη ομάδα.
Time to thin out the clutter in the room.
(Ήρθε η ώρα να μειώσουμε την ακαταστασία στο δωμάτιο.)
Σημαίνει ότι είναι απαραίτητο να απομακρυνθούν τα περιττά στοιχεία από έναν χώρο.
We should thin out the number of attendees for the meeting.
(Πρέπει να μειώσουμε τον αριθμό των συμμετεχόντων στη συνάντηση.)
Υποδεικνύει την ανάγκη για περιορισμό των συμμετοχών.
The company may need to thin out its workforce.
(Η εταιρεία μπορεί να χρειαστεί να μειώσει το εργατικό της δυναμικό.)
Σημαίνει ότι μπορεί να χρειαστεί να απολύσει κάποιο προσωπικό.
The team decided to thin out its roster for the upcoming tournament.
(Η ομάδα αποφάσισε να περιορίσει την ομάδα της για το επερχόμενο τουρνουά.)
Αναφέρεται στη μείωση των μελών της ομάδας.
It's important to thin out your options before making a decision.
(Είναι σημαντικό να περιορίσετε τις επιλογές σας πριν πάρετε μια απόφαση.)
Σημαίνει ότι είναι καλό να αποφασίσετε ποια επιλογή είναι καλύτερη.
Η φράση "thin out" προέρχεται από το αγγλικό "thin" που σημαίνει "λεπτός" ή "αραιός" και τη λέξη "out", η οποία χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια διαδικασία ή δράση.
Συνώνυμα: - reduce (μειώνω) - diminish (ελαττώνω) - decrease (μειώνω)
Αντώνυμα: - thicken (πυκνώνω) - increase (αυξάνω) - accumulate (συσσωρεύω)