Thin-walled είναι επιθετικός όρος (adjective).
/θɪnˈwɔːld/
Η λέξη thin-walled αναφέρεται σε κάτι που έχει λεπτά τοιχώματα, όπως σωλήνες, δοχεία ή άλλες κατασκευές. Συνήθως χρησιμοποιείται για να περιγράψει αντικείμενα που δεν είναι στιβαρά ή ανθεκτικά λόγω της λεπτότητας των τοιχωμάτων τους. Στη γλώσσα των Αγγλικών, η χρήση της είναι συναφή με το επιστημονικό, τεχνικό και καθημερινό λεξιλόγιο, και συναντάται συχνά σε γραπτά κείμενα, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί στον προφορικό λόγο.
The thin-walled pipe burst under pressure.
Ο λεπτός σωλήνας ξέσπασε υπό πίεση.
They decided to use thin-walled materials for the model to reduce weight.
Αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν λεπτότερα υλικά για το μοντέλο ώστε να μειωθεί το βάρος.
The thin-walled container was easily crushed.
Το λεπτό τοίχωμα του δοχείου έσπασε εύκολα.
Η λέξη thin-walled δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να παρουσιαστεί σε περισσότερα υλικά συμφραζόμενα:
He has a thin-walled attitude towards criticism.
Έχει λεπτοκαμωμένη στάση απέναντι στις κριτικές.
The thin-walled reasoning in his argument made it less convincing.
Η λεπτή λογική στην επιχειρηματολογία του το έκανε λιγότερο πειστικό.
She felt emotionally thin-walled after the stressful week.
Ένιωθε συναισθηματικά ευάλωτη μετά την έντονη εβδομάδα.
Η λέξη «thin» προέρχεται από τη μεσαιωνική αγγλική λέξη "thin" που σημαίνει «λεπτός», ενώ η λέξη «walled» προέρχεται από το ουσιαστικό «wall», που σημαίνει «τοίχος», το οποίο έχει ρίζες στη γερμανική γλώσσα.
Συνώνυμα: - Fine-walled - Lightweight - Fragile
Αντώνυμα: - Thick-walled - Sturdy - Robust