thin-walled - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

thin-walled (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Thin-walled είναι επιθετικός όρος (adjective).

Φωνητική μεταγραφή

/θɪnˈwɔːld/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικά

Σημασία της λέξης

Η λέξη thin-walled αναφέρεται σε κάτι που έχει λεπτά τοιχώματα, όπως σωλήνες, δοχεία ή άλλες κατασκευές. Συνήθως χρησιμοποιείται για να περιγράψει αντικείμενα που δεν είναι στιβαρά ή ανθεκτικά λόγω της λεπτότητας των τοιχωμάτων τους. Στη γλώσσα των Αγγλικών, η χρήση της είναι συναφή με το επιστημονικό, τεχνικό και καθημερινό λεξιλόγιο, και συναντάται συχνά σε γραπτά κείμενα, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί στον προφορικό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. The thin-walled pipe burst under pressure.
    Ο λεπτός σωλήνας ξέσπασε υπό πίεση.

  2. They decided to use thin-walled materials for the model to reduce weight.
    Αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν λεπτότερα υλικά για το μοντέλο ώστε να μειωθεί το βάρος.

  3. The thin-walled container was easily crushed.
    Το λεπτό τοίχωμα του δοχείου έσπασε εύκολα.

Ιδιωματικές εκφράσεις με τη λέξη

Η λέξη thin-walled δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να παρουσιαστεί σε περισσότερα υλικά συμφραζόμενα:

  1. He has a thin-walled attitude towards criticism.
    Έχει λεπτοκαμωμένη στάση απέναντι στις κριτικές.

  2. The thin-walled reasoning in his argument made it less convincing.
    Η λεπτή λογική στην επιχειρηματολογία του το έκανε λιγότερο πειστικό.

  3. She felt emotionally thin-walled after the stressful week.
    Ένιωθε συναισθηματικά ευάλωτη μετά την έντονη εβδομάδα.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη «thin» προέρχεται από τη μεσαιωνική αγγλική λέξη "thin" που σημαίνει «λεπτός», ενώ η λέξη «walled» προέρχεται από το ουσιαστικό «wall», που σημαίνει «τοίχος», το οποίο έχει ρίζες στη γερμανική γλώσσα.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Fine-walled - Lightweight - Fragile

Αντώνυμα: - Thick-walled - Sturdy - Robust



25-07-2024