Το "thing" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /θɪŋ/
Η λέξη "thing" χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε οποιοδήποτε συμβάν, αντικείμενο, αντίληψη ή έννοια. Συνήθως χρησιμοποιείται σε γενικές αναφορές ή όταν το συγκεκριμένο αντικείμενο ή θέμα δεν είναι σημαντικό ή δεν ονομάζεται. Η χρήση της είναι πολύ συχνή, και εμφανίζεται τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο.
Είναι ένα περίεργο πράγμα να κάνεις.
What’s that thing over there?
Τι είναι εκείνο το πράγμα εκεί πέρα;
The most important thing is to be honest.
Translation: "Αυτό είναι το γνήσιο, όχι μια φτηνή απομίμηση."
A good thing come to those who wait
Translation: "Θυμήσου, ένα καλό πράγμα έρχεται σε αυτούς που περιμένουν."
The thing is...
Translation: "Το πράγμα είναι, πρέπει να φύγω νωρίς."
No such thing
Translation: "Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα όπως το δωρεάν γεύμα."
One thing leads to another
Η λέξη "thing" προέρχεται από τη παλαιοαγγλική λέξη “þing,” που σημαίνει “αντικείμενο, θέμα, πράγμα.” Είχε επίσης νομικές και πολιτικές σημασίες, όπως η έννοια της συνέλευσης ή της συνόδου.
Συνώνυμα: - αντικείμενο - ζήτημα - πτυχή
Αντώνυμα: - τίποτα - ανυπαρξία - κενό