Το "thinning" είναι ουσιαστικό.
/ˈθɪnɪŋ/
Η λέξη "thinning" αναφέρεται στη διαδικασία ή την κατάσταση της μείωσης του πάχους ή της πυκνότητας ενός αντικειμένου ή μιας ουσίας. Χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορα συμφραζόμενα, όπως στην περιγραφή της κοπής των δέντρων για να επιτραπεί καλύτερη ανάπτυξη ή στη διαδικασία εφαρμογής χρωμάτων ή άλλων υλικών, όπου το πάχος μειώνεται. Γενικά, η λέξη χρησιμοποιείται και στο προφορικό και στο γραπτό λόγο, αλλά είναι πιο διαδεδομένη στο γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε τεχνικές ή επιστημονικές περιγραφές.
Η αραίωση του δάσους επέτρεψε σε περισσότερη ηλιακή ακτινοβολία να φτάσει στο έδαφος.
They noticed the thinning hair on his head as he aged.
Παρατήρησαν την αραίωση των μαλλιών στο κεφάλι του καθώς μεγάλωνε.
Thinning the paint will make it easier to spread on the canvas.
Η λέξη "thinning" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις στα Αγγλικά. Ωστόσο, μπορεί να ενσωματωθεί σε μερικές συγκεκριμένες φράσεις.
"Αραίωση του κοπαδιού" σημαίνει μείωση του πληθυσμού μέσω αφαίρεσης ή εξόντωσης των ασθενέστερων μελών.
"Thinning out" refers to the process of reducing the density of something, such as plants or resources.
"Αραίωση" αναφέρεται στη διαδικασία μείωσης της πυκνότητας κάποιου, όπως φυτών ή πόρων.
"Thinning the ranks" is often used in a military or organizational context to describe reducing personnel.
Η λέξη "thinning" προέρχεται από το ρήμα "thin" που σημαίνει "γίνομαι λεπτός" ή "αραίω." Το "thinning" είναι η μορφή του -ing που δείχνει τη διαδικασία ή την κατάσταση που συμβαίνει.
Συνώνυμα: - Αραίωση: reduction - Λεπτότητα: slimmess - Αποδυνάμωση: weakening
Αντώνυμα: - Πάχυνση: thickening - Συγκέντρωση: concentration - Ενίσχυση: strengthening