Επίθετο
/θɜrd hænd/
Η λέξη "third-hand" αναφέρεται σε κάτι που έχει περάσει από τρία χέρια ή χρησιμοποιείται τρίτη φορά. Συνήθως αναφέρεται σε προϊόντα ή πληροφορίες που δεν είναι καινούργια και έχουν χρησιμοποιηθεί από δύο άτομα πριν φτάσουν στον τρέχοντα χρήστη.
Στη γλώσσα των Αγγλικών, χρησιμοποιείται κυρίως σε συμφραζόμενα που αφορούν την αγορά/πώληση μεταχειρισμένων προϊόντων, καθώς και την αξιολόγηση πληροφοριών ώστε να υποδηλώσει ότι προέρχονται από δευτερογενείς πηγές.
Η χρήση του "third-hand" είναι πιο συνηθισμένη στο γραπτό λόγο, ειδικά σε περιγραφές προϊόντων, ή σε κείμενα που αναφέρονται σε πληροφορίες και την αξιοπιστία τους.
Αγόρασα ένα τρίτο χέρι ποδήλατο, αλλά είναι ακόμα σε καλή κατάσταση.
Be careful when taking third-hand advice; it might not be reliable.
Η φράση "third-hand" δεν είναι ευρέως διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο υπάρχουν κάποιες σχετικές προτάσεις που χρησιμοποιούν την έννοια της τρίτης χρήσης ή του τρίτου χεριού. Εδώ είναι μερικές:
Η λήψη τρίτης χρήσης πληροφοριών είναι πάντα ριψοκίνδυνη για επιχειρηματικές αποφάσεις.
Third-hand stories often lose their original meaning.
Οι τρίτης χρήσης ιστορίες συχνά χάνουν το αρχικό τους νόημα.
If you rely on third-hand sources, you might end up with misinformation.
Η λέξη "third-hand" είναι ένας συνδυασμός της λέξης "third" (τρίτος) και της λέξης "hand" (χέρι), που χρησιμοποιείται μεταφορικά για να υποδηλώσει την ιδέα ότι κάτι έχει περάσει από χέρια/χρήστες πριν φτάσει σε εσένα.
Συνώνυμα: - Used (μεταχειριζόμενο) - Pre-owned (προγενέστερης κατοχής)
Αντώνυμα: - New (νέο) - First-hand (πρώτο χέρι)