thraldom – 名词 (ουσιωδώς, substantivum)
/ˈθrɔːldəm/
Η λέξη "thraldom" αναφέρεται στην κατάσταση της σκλαβιάς ή της υποταγής. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατάσταση όπου ένα άτομο ή μια ομάδα ατόμων είναι υπό την εξουσία ή τον έλεγχο κάποιου άλλου. Στην αγγλική γλώσσα, αυτή η λέξη εμφανίζεται κυρίως σε γραπτά πλαίσια και είναι λιγότερο συχνή στον προφορικό λόγο.
The novel explores the theme of thraldom in various societies throughout history.
Το μυθιστόρημα εξερευνά το θέμα της δουλείας σε διάφορες κοινωνίες καθ' όλη την ιστορία.
Many fought against thraldom to secure their freedom.
Πολλοί πολέμησαν κατά της υποταγής για να εξασφαλίσουν την ελευθερία τους.
The documentary reveals stories of thraldom that many were unaware of.
Το ντοκιμαντέρ αποκαλύπτει ιστορίες σκλαβιάς που πολλοί δεν γνώριζαν.
Η λέξη "thraldom" δεν είναι πολύ κοινά συνδεδεμένη με ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε μεταφορικά συμφραζόμενα για να αναφέρεται σε καταστάσεις καταπίεσης ή περιορισμού. Ορισμένες προτάσεις περιλαμβάνουν:
She felt a thraldom of expectations placed upon her by society.
Αισθανόταν μια υποταγή προσδοκιών που της επιβλήθηκαν από την κοινωνία.
In a world full of choices, many still live in a thraldom of doubt.
Σε έναν κόσμο γεμάτο επιλογές, πολλοί εξακολουθούν να ζουν σε μια σκλαβιά αμφιβολίας.
They broke free from the thraldom of tradition to forge their own path.
Απελευθερώθηκαν από τη σκλαβιά της παράδοσης για να ακολουθήσουν τον δικό τους δρόμο.
Η λέξη "thraldom" προέρχεται από το παλαιά αγγλικά "þræl" (thral) που σημαίνει "σκλάβος" και το προσδιορισμό "-dom", που δηλώνει κατάσταση ή συνθήκη.
Συνώνυμα:
- σκλαβιά (slavery)
- υποταγή (subjugation)
Αντώνυμα:
- ελευθερία (freedom)
- ανεξαρτησία (independence)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "thraldom" καθώς και της χρήσης της στη γλώσσα Αγγλικά.