Επίθετο
/θræˈsɒn.ɪ.kəl/
Η λέξη "thrasonical" προέρχεται από το θρασύτητα και περιγράφει κάποιον που είναι πολύ κομπαστικός, υπερήφανος ή θρασύς. Χρησιμοποιείται κυρίως στις περιπτώσεις που κάποιος παρουσιάζει υπερβολική αυτοπεποίθηση ή εσφαλμένη αντίληψη σχετικά με τη δύναμη ή την αξία του. Είναι μια σχετικά σπάνια λέξη και δεν χρησιμοποιείται συχνά στην καθημερινή ομιλία, ενώ μπορεί να παρατηρηθεί περισσότερο σε γραπτά κείμενα.
Η λέξη "thrasonical" έχει χαμηλή συχνότητα χρήσης, κυρίως στο γραπτό πλαίσιο, και συναντάται συχνά σε λογοτεχνικά και κριτικά κείμενα.
Η θρασύδειλη στάση του πάντα ενοχλεί την ομάδα.
The thrasonical claims of the politician were met with skepticism.
Οι κομπαστικοί ισχυρισμοί του πολιτικού συνάντησαν σκεπτικισμό.
She found his thrasonical bragging completely off-putting.
Η λέξη "thrasonical" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, αν αναζητήσουμε παρόμοιες έννοιες, παρακάτω παρατίθενται κάποιες σχετικές ιδιωματικές εκφράσεις:
Αυτή η φράση περιγράφει κάποιον που κομπάζει για τις ικανότητές του αλλά ποτέ δεν αποδεικνύει τίποτα.
"Full of oneself." (Γεμάτος από τον εαυτό του.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι αλαζονικός και έχει υψηλή γνώμη για την αξία του.
"Blow one's own trumpet." (Σφυρίζω τη δική μου τρομπέτα.)
Η λέξη "thrasonical" προέρχεται από το λατινικό "thraso", που σημαίνει "θρασύς" ή "κομπαστικός". Το πρόθεμα "-ical" χρησιμοποιείται για να σχηματίσει επίθετα που σχετίζονται με μια συγκεκριμένη έννοια.