Το "thrifty farm" αποτελείται από δύο λέξεις: - "thrifty" (επίθετο) - "farm" (ουσιαστικό).
Η φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: - thrifty: /ˈθrɪf.ti/ - farm: /fɑːrm/
Η οικονομική φάρμα χρησιμοποιεί βιώσιμες πρακτικές για να μειώσει τα έξοδα.
A thrifty farm can thrive even in challenging economic times.
Η λέξη "thrifty" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές φράσεις που σχετίζονται με οικονομία και φειδώ.
Ο οικονομικός αγοραστής: Κάποιος που είναι προσεκτικός με τις δαπάνες και αναζητά προσφορές.
Thrifty living: A lifestyle focused on spending less and saving more.
Οικονομική ζωή: Ένας τρόπος ζωής που εστιάζει στο να ξοδεύεις λιγότερα και να αποταμιεύεις περισσότερα.
Thrifty mind: A way of thinking that values saving and resourcefulness.
Οικονομική νοοτροπία: Ένας τρόπος σκέψης που εκτιμά την αποταμίευση και την εφευρετικότητα.
Thrifty habits: Routines or practices that promote saving and careful spending.
Οικονομικές συνήθειες: Συνήθειες ή πρακτικές που προάγουν την αποταμίευση και τη προσεκτική δαπάνη.
A thrifty approach: A method of tackling financial issues with a focus on minimizing costs.
Η λέξη "thrifty" προέρχεται από την παλαιά Αγγλική λέξη "thriven" που σημαίνει "να ακμάζω" ή "να προοδεύω". Το "farm" έχει τις ρίζες του στη γερμανική λέξη "farma", που αναφέρεται στη γη προς καλλιέργεια.