Thrombin είναι ουσιαστικό.
/ˈθrɒm.bɪn/
Η θρομβίνη είναι ένα ένζυμο που παίζει κρίσιμο ρόλο στην πήξη του αίματος. Μετατρέπει τη φibrinogen (ινωδογόνο) σε ινώδες, σχηματίζοντας έναν θρόισμα που σταματά την αιμορραγία. Χρησιμοποιείται ευρέως στον τομέα της ιατρικής και στη βιοχημεία.
Η θρομβίνη χρησιμοποιείται συχνά στον ιατρικό και βιολογικό τομέα, με μια χαρακτηριστική συχνότητα χρήσης. Η αναφορά της είναι συχνότερη σε γραπτό πλαίσιο, ιδιαίτερα σε ερευνητικά άρθρα και ιατρικές αναφορές.
Thrombin is essential for the clotting process.
Η θρομπίνη είναι απαραίτητη για τη διαδικασία της πήξης.
Researchers are studying the effects of thrombin on wound healing.
Ερευνητές μελετούν τις επιδράσεις της θρομβίνης στην επούλωση των τραυμάτων.
The presence of thrombin can indicate a risk of thrombosis.
Η παρουσία της θρομβίνης μπορεί να υποδεικνύει κίνδυνο θρόμβωσης.
Η θρομβίνη χρησιμοποιείται συνήθως επιστημονικά και όχι σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά να αναφέρω μερικές περιπτώσεις που σχετίζονται με την ιατρική:
"To increase thrombin production"
«Να αυξήσουμε την παραγωγή θρομβίνης»
Αυτή η φράση αναφέρεται στην ενίσχυση της διαδικασίας πήξης.
"Thrombin-induced fibrin formation"
«Δημιουργία ινώδους που προκαλείται από την θρομβίνη»
Αναφέρεται στη διαδικασία σχηματισμού ινώδους λόγω δράσης της θρομβίνης.
"The role of thrombin in hemostasis"
«Ο ρόλος της θρομβίνης στην αιμόσταση»
Αναφέρεται στη συμμετοχή της θρομβίνης στη διαδικασία διακοπής της αιμορραγίας.
Η λέξη "thrombin" προέρχεται από το ελληνικό "θρόισμα" (thrombos), που σημαίνει θρόισμα, καθώς και από το "ενζυμ" (polypeptide) που σχετίζεται με τη βιοχημεία.
Επί της ουσίας, δεν υπάρχουν άμεσα αντώνυμα για την θρομβίνη στο βιολογικό και ιατρικό πλάνο, γιατί η θρομβίνη είναι ειδική για τη διαδικασία πήξης. Ωστόσο, μπορεί να θεωρηθεί ότι παράγοντες όπως οι αντιθροβίνες (antithrombin) μπορεί να έχουν αντίθετη δράση.