Throttle control: Ουσιαστικό (noun)
/ˈθrɔːtəl kənˈtroʊl/
Ο όρος "throttle control" αναφέρεται στη ρύθμιση ή τον έλεγχο της ροής καυσίμου προς έναν κινητήρα, κάτι που επηρεάζει την ταχύτητα και την εκρηκτικότητα της απόδοσής του. Χρησιμοποιείται ευρέως σε μηχανολογικά και αεροπορικά περιβάλλοντα για να αναφέρεται στον μηχανισμό, είτε μηχανικό είτε ηλεκτρονικό, που ρυθμίζει την ισχύ του κινητήρα.
Η συχνότητα χρήσης του όρου είναι αρκετά υψηλή, κυρίως σε τεχνικά ή βιομηχανικά συμφραζόμενα, εντούτοις χρησιμοποιείται και σε πιο καθημερινά πλαίσια όταν αναφέρονται αεροπλάνα ή αυτοκίνητα. Εμφανίζεται πιο συχνά σε γραπτά κείμενα παρά σε προφορικό λόγο.
The pilot adjusted the throttle control to maintain altitude during the flight.
Ο πιλότος ρύθμισε τον έλεγχο γκαζιού για να διατηρήσει το ύψος κατά τη διάρκεια της πτήσης.
Proper throttle control is essential for efficient engine performance.
Ο σωστός έλεγχος γκαζιού είναι απαραίτητος για αποδοτική απόδοση του κινητήρα.
He learned how to use the throttle control effectively in his driving lessons.
Έμαθε πώς να χρησιμοποιεί τον έλεγχο γκαζιού αποτελεσματικά στα μαθήματα οδήγησής του.
Ο όρος "throttle control" δεν είναι συνήθως και μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, ωστόσο μπορεί να συνδεθεί με κάποιες εκφράσεις που σχετίζονται με την έννοια της ελέγχου:
To lose throttle control means to lose control of a vehicle's speed.
Η απώλεια ελέγχου γκαζιού σημαίνει την απώλεια ελέγχου της ταχύτητας ενός οχήματος.
To have the throttle wide open indicates maximum acceleration.
Το να έχεις τον έλεγχο γκαζιού ανοιχτό στο μέγιστο δηλώνει μέγιστη επιτάχυνση.
Throttle back is a colloquial way of suggesting someone should slow down their actions or intensity.
Η επιστροφή του γκαζιού είναι μια κοινή φράση που προτείνει σε κάποιον να μειώσει τις ενέργειές του ή την έντασή του.
To get the throttle just right means to balance speed and control effectively.
Το να πετύχεις τον έλεγχο γκαζιού ακριβώς σωστά σημαίνει να ισορροπήσεις την ταχύτητα και τον έλεγχο αποτελεσματικά.
Η λέξη "throttle" προέρχεται από την αγγλική λέξη "throttle" που σημαίνει "να πνίγω" ή "να περιορίζω", συνδυάζοντας τη λειτουργία του να περιορίζεις την ροή είτε αερίου είτε άλλων υγρών. Ο όρος "control" προέρχεται από τη λατινική λέξη "contrarotulare" που σημαίνει "να ελέγχω".
Συνώνυμα: - Engine control - Power management
Αντώνυμα: - Full throttle (επιχειρησιακός έλεγχος με πλήρη ισχύ) - Uncontrolled acceleration (χωρίς έλεγχο επιτάχυνση)