Through characteristic: Φράση που περιλαμβάνει δύο λέξεις. Το "through" είναι πρόθεση (preposition) και το "characteristic" είναι ουσιαστικό (noun).
Through: /θruː/
Characteristic: /ˌkærɪktəˈrɪstɪk/
Through: μέσω
Characteristic: χαρακτηριστικό
Συνολικά: μέσω χαρακτηριστικού
Η φράση "through characteristic" χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε κάτι που ορίζει ή επηρεάζεται από ένα χαρακτηριστικό. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε επιστημονικές ή τακτικές αναλύσεις, αλλά μπορεί επίσης να βρεθεί σε προφορικό λόγο σε ειδικές συζητήσεις.
"Η επιτυχία του έργου επιτεύχθηκε μέσω χαρακτηριστικής ομαδικής δουλειάς."
"Through characteristic traits, we can identify different species."
"Μέσω χαρακτηριστικών χαρακτηριστικών, μπορούμε να προσδιορίσουμε διάφορα είδη."
"This painting expresses emotion through characteristic colors."
Η φράση "through characteristic" δεν είναι συνήθως μέρος συγκεκριμένων ιδιωματικών εκφράσεων, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί μαζί με άλλες λέξεις σε διάφορες εκφράσεις που σχετίζονται με χαρακτηριστικά και χαρακτηριστικά γνωρίσματα.
"Αυτό το πείραμα δείχνει πώς αλλάζει η συμπεριφορά μέσω χαρακτηριστικών αντιδράσεων."
"We learn about a culture through characteristic practices."
"Μαθαίνουμε για μια κουλτούρα μέσω χαρακτηριστικών πρακτικών."
"Through characteristic styles, the artist conveys a message."
Συνώνυμα: - Μέσω: κατά, με την βοήθεια - Χαρακτηριστικό: γνώρισμα, ιδιότητα
Αντώνυμα: - Μέσω: χωρίς, εκτός - Χαρακτηριστικό: αδιάφορο, γενικό