Η λέξη "throw" σημαίνει τη δράση του ρίχνω κάτι με δύναμη ή με μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Χρησιμοποιείται συχνά όταν αναφερόμαστε σε φυσικές κινήσεις όπως η ρίψη ενός αντικειμένου ή η εκτίναξη. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή και εμφανίζεται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο.
Παραδείγματα
"I will throw the ball to you."
"Θα ρίξω την μπάλα σε σένα."
"He decided to throw his old clothes away."
"Αποφάσισε να πετάξει τα παλιά του ρούχα."
"They throw a big party every year."
"Οργανώνουν ένα μεγάλο πάρτι κάθε χρόνο."
Ιδιωματικές Εκφράσεις
Η λέξη "throw" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Αγγλικά:
Throw in the towel
Σημαίνει να παραδώσεις τα όπλα ή να τα παρατήσεις.
"After trying for hours, I finally decided to throw in the towel."
"Μετά από πολλές προσπάθειες για ώρες, τελικά αποφάσισα να παραδώσω τα όπλα."
Throw someone a curve
Σημαίνει να προκαλέσεις κάποιον με μια απροσδόκητη κατάσταση ή πρόβλημα.
"The sudden change in schedule really threw me a curve."
"Η ξαφνική αλλαγή στο πρόγραμμα πραγματικά με αιφνιδίασε."
Throw caution to the wind
Σημαίνει να ρισκάρεις ή να μην σκέφτεσαι τις συνέπειες.
"He decided to throw caution to the wind and invest in the risky project."
"Αποφάσισε να ρισκάρει και να επενδύσει στο επικίνδυνο έργο."
Throw a fit
Σημαίνει να θυμώσεις ή να γίνεις πολύ αναστατωμένος.
"When he found out about the mistake, he threw a fit."
"Όταν ανακάλυψε το λάθος, θύμωσε πολύ."
Throw good money after bad
Σημαίνει να επενδύσεις περισσότερα χρήματα σε μια αποτυχημένη κατάσταση.
"I don't want to throw good money after bad by investing more in this project."
"Δεν θέλω να ρίξω περισσότερα χρήματα σε μια αποτυχία επενδύοντας περισσότερα σε αυτό το έργο."
Ετυμολογία
Η λέξη "throw" προέρχεται από την παλαιοαγγλική λέξη "thrawan" που σημαίνει "στρέφω, περιστρέφω". Η ρίζα αυτής της λέξης εμφάνιζε δανεισμούς από την Ινδο-ευρωπαϊκή γλώσσα και σχετίζεται με την έννοια της κίνησης.