throw-off: Ρήμα (verb)
/θroʊ ɔf/
Το "throw-off" είναι ένα ρήμα που χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη του να απομακρύνεται κάτι (συνήθως με βία ή γρήγορα). Συνήθως αναφέρεται σε καταστάσεις όπου κάποιος ή κάτι αφήνει πίσω του ένα βάρος ή μια ανησυχία. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί σε πιο μεταφορικές έννοιες, όπως να "ρίξει" μια κακή συνήθεια.
Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και συχνά προτιμάται σε πιο καθημερινές συνομιλίες.
Προσπάθησε να αποσπάσει τις αρνητικές σκέψεις που τον απασχολούσαν.
The athlete managed to throw off his injuries and return to the game.
Ο αθλητής κατάφερε να ξεβουλώσει τους τραυματισμούς του και να επιστρέψει στο παιχνίδι.
She decided to throw off the heavy burden she had been carrying for years.
Το "throw-off" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, που συνήθως σχετίζονται με το να απομακρύνεις ή να αποβάλλεις κάτι.
Ξεφορτώσου τις αλυσίδες της αμφιβολίας.
You need to throw off the weight of past mistakes.
Πρέπει να αποσπάσεις το βάρος των παλιών λαθών.
Throw off your worries and enjoy the moment.
Αποσπάστε τις ανησυχίες σας και απολαύστε τη στιγμή.
He felt liberated after he threw off his old habits.
Ένιωσε ελεύθερος αφού αποσπάστηκε από τις παλιές του συνήθειες.
Let’s throw off the stress and have some fun this weekend.
Η λέξη "throw-off" προέρχεται από την ένωση του ρήματος "throw", που σημαίνει "ρίχνω, πετώ", και του πρόσθετου "off", που συνεπάγεται απομάκρυνση ή διαχωρισμό. Η σύνθεση αυτή πρώτη φορά καταγράφηκε στον 19ο αιώνα.
Συνώνυμα - discard (απορρίπτω) - shed (αποβάλω) - free oneself (απελευθερώνομαι)
Αντώνυμα - retain (διατηρώ) - hold on to (κρατώ) - cling (κολλάω)