Επίθετο
/ˈtɪk ɪnˌfɛstɪd/
Ο όρος "tick-infested" υποδηλώνει κάτι που έχει μολυνθεί ή καταληφθεί από τσιμπούρια, μικρά παρασιτικά ακάρεα που προσκολλώνται σε θηλαστικά, πτηνά ή ανθρώπους και τρέφονται με το αίμα τους. Χρησιμοποιείται συνήθως σε περιγραφές περιοχών ή ζώων που είναι επιρρεπή σε τσιμπούρια. Η χρήση του είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο, όπως σε άρθρα και αναφορές σχετικά με την υγεία και το περιβάλλον, αλλά μπορεί επίσης να εμφανιστεί στον προφορικό λόγο.
The hikers avoided the tick-infested areas of the forest.
Οι πεζοπόροι απέφυγαν τις περιοχές του δάσους που είχαν τσιμπούρια.
Our dog got a tick-infested warning after playing in the tall grass.
Ο σκύλος μας πήρε προειδοποίηση για τσιμπούρια μετά από παιχνίδι στο ψηλό γρασίδι.
Ο όρος "tick-infested" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενος σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε σχετικές περιγραφές για να περιγράψει κάτι που είναι γεμάτο προβλήματα ή κινδύνους.
This old cabin seems tick-infested with all the signs of neglect.
Αυτό το παλιό καμπίνα φαίνεται γεμάτο με προβλήματα λόγω όλων των ενδεικτικών σημείων παραμέλησης.
The fields we visited were tick-infested, making it hard for us to enjoy our picnic.
Τα χωράφια που επισκεφτήκαμε ήταν γεμάτα τσιμπούρια, κάνοντάς μας δύσκολο να απολαύσουμε το πικνίκ μας.
Η λέξη "tick" προέρχεται από την παλαιά αγγλική γλώσσα και έχει ρίζες στη γερμανική γλώσσα, όπου χρησιμοποιούνταν για να αναφερθούν σε μικρά παράσιτα. Το "infested" προέρχεται από τη λατινική λέξη "infestare", που σημαίνει "να επιτίθεται" ή "να βλάπτει".
Συνώνυμα: - infest - plagued
Αντώνυμα: - free of ticks - tick-free