Το "tidy away" είναι φράση (phrasal verb) που χρησιμοποιείται κυρίως ως ρήμα.
/ˈtaɪ.di əˈweɪ/
Το "tidy away" σημαίνει να τακτοποιήσεις ή να μαζέψεις κάτι, έτσι ώστε να είναι τακτοποιημένο και σε σωστή θέση. Χρησιμοποιείται συχνά σε καταστάσεις όπου χρειάζεται κάποιος να οργανώσει ή να καθαρίσει έναν χώρο. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενο στον προφορικό λόγο και μπορεί να συναντηθεί και σε γραπτό κείμενο, ειδικά σε παραδείγματα καθημερινής ομιλίας ή σε οδηγίες.
I need to tidy away the toys before dinner.
Πρέπει να τακτοποιήσω τα παιχνίδια πριν το δείπνο.
She always tidies away her books after reading.
Αυτή πάντα τακτοποιεί τα βιβλία της μετά την ανάγνωση.
After the party, we will tidy away the decorations.
Μετά το πάρτυ, θα μαζέψουμε τις διακοσμήσεις.
Το "tidy away" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την οργάνωση ή το καθάρισμα. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
You should tidy away your mess if you want to be more organized.
Πρέπει να τακτοποιήσεις την ακαταστασία σου αν θέλεις να είσαι πιο οργανωμένος.
Let's tidy away everything in the room before the guests arrive.
Ας μαζέψουμε τα πάντα στο δωμάτιο πριν φτάσουν οι καλεσμένοι.
It's important to tidy away the kitchen after cooking.
Είναι σημαντικό να τακτοποιήσεις την κουζίνα μετά το μαγείρεμα.
Don’t forget to tidy away your clothes after trying them on.
Μην ξεχάσεις να τακτοποιήσεις τα ρούχα σου μετά που τα δοκίμασες.
He always forgets to tidy away his things when he leaves the house.
Αυτός πάντα ξεχνά να τακτοποιεί τα πράγματά του όταν φεύγει από το σπίτι.
Η φράση "tidy away" προέρχεται από τη λέξη "tidy", που σημαίνει τακτοποιημένος ή καθαρός, συνδυασμένη με το "away", που υποδηλώνει την ενέργεια της απομάκρυνσης ή της τοποθέτησης κάπου αλλού.
Συνώνυμα: - put away - clear up - clean up
Αντώνυμα: - mess up - scatter - disorganize