"tie" - Ρήμα/Noun
"anchor" - Ρήμα/Noun
Το "tie" σημαίνει να συνδέσεις ή να δέσεις δύο ή περισσότερα στοιχεία μαζί. Χρησιμοποιείται επίσης για να αναφερθεί σε μία γραβάτα. Είναι αρκετά συχνά στη χρήση, κυρίως στον προφορικό λόγο.
Το "anchor" αναφέρεται σε ένα αντικείμενο που κρατάει ένα σκάφος στη θέση του ή παραπέμπει σε κάτι ή κάποιον που παρέχει σταθερότητα ή υποστήριξη. Χρησιμοποιείται και σε γραπτό και προφορικό λόγο, αλλά σε πιο συγκεκριμένα πλαίσια.
Η λέξη "tie" χρησιμοποιείται πιο συχνά στον καθημερινό προφορικό λόγο, ενώ η λέξη "anchor" έχει πιο εξειδικευμένες εφαρμογές αλλά είναι επίσης κοινά κατανοητή.
I need to tie this rope to the tree.
(Πρέπει να δένω αυτό το σχοινί στο δέντρο.)
The ship dropped its anchor in the harbor.
(Το πλοίο κατέβηκε την άγκυρά του στο λιμάνι.)
Can you help me tie my shoelaces?
(Μπορείς να με βοηθήσεις να δένω τα κορδόνια μου;)
The anchor keeps the boat from drifting away.
(Η άγκυρα κρατάει το σκάφος από το να απομακρυνθεί.)
"tie the knot"
(παντρεύομαι)
Example: They decided to tie the knot next summer.
(Αποφάσισαν να παντρευτούν το επόμενο καλοκαίρι.)
"tie one on"
(να πιω αλκοόλ)
Example: Let’s go out tonight and tie one on!
(Ας πάμε έξω απόψε και να πιούμε!)
"anchor down"
(σταθεροποιώ)
Example: We need to anchor down our plans before the meeting.
(Πρέπει να σταθεροποιήσουμε τα σχέδιά μας πριν από τη συνάντηση.)
"anchor person"
(παρουσιαστής ειδήσεων)
Example: The anchor person presented the news with great skill.
(Ο παρουσιαστής ειδήσεων παρουσίασε τα νέα με μεγάλη δεξιοτεχνία.)