Tied είναι το παθητικό συστατικό του ρήματος tie, δηλαδή είναι το παθητικό συμμετοχή (past participle).
Φωνητική μεταγραφή
/taɪd/
Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό
δεμένος
συσχετισμένος
παγιδευμένος
Σημασία της λέξης
Η λέξη tied χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι δεμένο, συνδεδεμένο, ή περιορισμένο σε κάποιον βαθμό. Συχνά χρησιμοποιείται τόσο σε φυσικές όσο και σε μεταφορικές έννοιες. Στην αγγλική γλώσσα, η χρήση της λέξης είναι συχνή και εμφανίζεται σε προφορικό και γραπτό λόγο, αν και μπορεί να παρατηρηθεί μεγαλύτερη συχνότητα σε γραπτά συμφραζόμενα, όπως λογοτεχνία ή επίσημα κείμενα.
Παραδείγματα προτάσεων
The two boats were tied together to avoid drifting apart.
Οι δύο βάρκες ήταν δεμένες μεταξύ τους για να μην απομακρυνθούν.
She felt tied to her family obligations.
Αισθανόταν δεσμευμένη από τις υποχρεώσεις της προς την οικογένεια.
Ιδιωματικές εκφράσεις
Η λέξη tied εμφανίζεται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα. Ακολουθούν ορισμένα παραδείγματα:
Tied up in knots
Meaning: To be very confused or agitated.
Ελληνικά: Να είσαι πολύ μπερδεμένος ή αναστατωμένος.
Example: After the meeting, I was tied up in knots about what was decided.
Μετά τη συνάντηση, ήμουν μπερδεμένος σχετικά με το τι αποφασίστηκε.
Tied to a chair
Meaning: Literally or figuratively being unable to escape a situation.
Ελληνικά: Κυριολεκτικά ή μεταφορικά αδυνατώντας να ξεφύγεις από μια κατάσταση.
Example: He felt tied to a chair during the long presentation.
Ένιωθε δεμένος σε μια καρέκλα κατά τη διάρκεια της μακράς παρουσίασης.
Tied down
Meaning: Restricted or limited in freedom or movement.
Ελληνικά: Περιορισμένος ή περιορισμένος στην ελευθερία ή την κίνηση.
Example: She didn't want to get married because she felt it would tie her down.
Δεν ήθελε να παντρευτεί γιατί ένιωθε ότι θα την περιορίσει.
Ετυμολογία
Η λέξη tied προέρχεται από το παλαιοαγγλικό "tīgan", που σημαίνει "να συνδέσεις" ή "να δέσεις". Η χρήση της στον αγγλικό γλώσσα χρονολογείται από τον 14ο αιώνα.