Ο όρος "tiling work" είναι μια φράση που περιλαμβάνει ένα ουσιαστικό "work" και ένα επίθετο/ουσιαστικό "tiling".
/tɪlɪŋ wɜrk/
" Tiling work" αναφέρεται στη διαδικασία εγκατάστασης ή εργασίας με πλακάκια, όπως κεραμικά ή πορσελάνη, σε επιφάνειες όπως δάπεδα, τοίχους ή άλλα αντικείμενα. Αυτή η δραστηριότητα συχνά απαιτεί εξειδικευμένες δεξιότητες και εργαλεία. Στην αγγλική γλώσσα, χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά είναι πιο συνηθισμένο σε τεχνικά ή επαγγελματικά συμφραζόμενα.
The tiling work in the bathroom was completed last week.
(Η εργασία πλακόστρωσης στο μπάνιο ολοκληρώθηκε την περασμένη εβδομάδα.)
They hired a professional for the tiling work in the kitchen.
(Προσέλαβαν έναν επαγγελματία για την εργασία πλακόστρωσης στην κουζίνα.)
Doing tiling work requires precision and patience.
(Η εργασία πλακόστρωσης απαιτεί ακριβεια και υπομονή.)
Ο όρος "tiling work" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά η έννοια της πλακόστρωσης μπορεί να ενσωματωθεί σε διάφορες προτάσεις δηλώνοντας την εργασία ή την προσπάθεια που απαιτείται.
He is a master at tiling work, making every floor look perfect.
(Είναι μάστερ στην εργασία πλακόστρωσης, κάνοντάς το κάθε δάπεδο να δείχνει τέλειο.)
If you want quality tiling work, you should consult a specialist.
(Αν θέλεις ποιοτική εργασία πλακόστρωσης, θα πρέπει να συμβουλευτείς έναν ειδικό.)
They took great care in their tiling work to ensure durability.
(Έδωσαν μεγάλη προσοχή στη δουλειά τους με τα πλακάκια για να εξασφαλίσουν τη διάρκεια.)
Η λέξη "tiling" προέρχεται από το αγγλικό "tile", το οποίο έχει αρχαία ρίζα που σχετίζεται με πλακάκια, και χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία μόρφωσης επιφανειών με πλακάκια. Η λέξη "work" προέρχεται από την παλιά αγγλική λέξη "weorc", που σημαίνει εργασία ή δραστηριότητα.
Συνώνυμα: - Tile installation - Tile laying
Αντώνυμα: - Demolition (κατεδάφιση) - Removal (αφαίρεση)