time - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

time (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Φωνητική μεταγραφή

/taɪm/

Σημασίες & Χρήσεις

Το "time" στα αγγλικά μπορεί να αναφέρεται στο χρονικό διάστημα ή στην έννοια του χρόνου.

Χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, καθώς είναι ένα από τα πιο βασικά και διαδεδομένα λεξικά στην αγγλική γλώσσα.

Χρήσεις σε όλους τους χρόνους (για ρήμα)

Μετονομασίες

Το "time" μπορεί να μεταφραστεί στα ελληνικά ως "χρόνος" ή "χρονικό διάστημα".

Παραδείγματα

  1. It's time to go home. (Ήρθε η ώρα να πάμε σπίτι.)
  2. The first time I saw her, I knew she was special. (Την πρώτη φορά που την είδα, ήξερα ότι ήταν ξεχωριστή.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "time" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα αγγλικά. Ορισμένα παραδείγματα είναι: 1. "Time flies" - Η ώρα πετάει / Ο χρόνος περνάει γρήγορα. 2. "Time is money" - Ο χρόνος είναι χρήμα. 3. "Time will tell" - Ο χρόνος θα δείξει.

Ετυμολογία

Η λέξη "time" προέρχεται από τα αρχαία αγγλικά "tīma".

Συνώνυμα & Αντίθετα

Συνώνυμα: χρόνος, χρονικό διάστημα, διάρκεια
Αντίθετα: αιωνιότητα, αμετάβλητο, στιγμή