Ουσιαστικό
/taɪm/
Το "time" στα αγγλικά μπορεί να αναφέρεται στο χρονικό διάστημα ή στην έννοια του χρόνου.
Χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, καθώς είναι ένα από τα πιο βασικά και διαδεδομένα λεξικά στην αγγλική γλώσσα.
Το "time" μπορεί να μεταφραστεί στα ελληνικά ως "χρόνος" ή "χρονικό διάστημα".
Η λέξη "time" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα αγγλικά. Ορισμένα παραδείγματα είναι: 1. "Time flies" - Η ώρα πετάει / Ο χρόνος περνάει γρήγορα. 2. "Time is money" - Ο χρόνος είναι χρήμα. 3. "Time will tell" - Ο χρόνος θα δείξει.
Η λέξη "time" προέρχεται από τα αρχαία αγγλικά "tīma".
Συνώνυμα: χρόνος, χρονικό διάστημα, διάρκεια
Αντίθετα: αιωνιότητα, αμετάβλητο, στιγμή