Το "time-work" είναι σύνθετη λέξη που μπορεί να λειτουργήσει ως ουσιαστικό.
/taɪm wɜrk/
Ο όρος "time-work" αναφέρεται γενικά στη χρήση ή διαχείριση του χρόνου για εργασία, είτε αφορά τη διάρκεια της εργασίας είτε την κατανομή του χρόνου σε διάφορες εργασίες. Χρησιμοποιείται συχνά σε περιβαλλοντικά που σχετίζονται με τη διαχείριση έργων ή την αποτελεσματικότητα. Είναι πιο συχνά στο γραπτό πλαίσιο, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί στον προφορικό λόγο.
"We need to assess our time-work efficiency this quarter."
"Πρέπει να αξιολογήσουμε την αποδοτικότητα της χρονικής μας εργασίας αυτό το τρίμηνο."
"The concept of time-work is crucial for project management."
"Η έννοια της χρονικής εργασίας είναι κρίσιμη για τη διαχείριση έργων."
"She is trying to improve her time-work balance."
"Αυτή προσπαθεί να βελτιώσει την ισορροπία στη χρονική εργασία της."
Ο όρος "time-work" δεν είναι ιδιαίτερα κοινός σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, υπάρχουν κάποιες σχετικές εκφράσεις που εστιάζουν στη διαχείριση του χρόνου, στις οποίες μπορεί να αναφέρεται η έννοια:
"Time is money."
"Ο χρόνος είναι χρήμα."
(υποδηλώνει ότι η καλή διαχείριση του χρόνου μπορεί να οδηγήσει σε οικονομικά οφέλη)
"Time flies when you're having fun."
"Ο χρόνος περνά γρήγορα όταν περνάς καλά."
(υπονοεί ότι όταν είμαστε απορροφημένοι με ευχάριστη εργασία, ο χρόνος φαίνεται να κοστίζει λιγότερο)
"A stitch in time saves nine."
"Μια ραφή στην ώρα της σώζει εννέα."
(σημαίνει ότι ο καλά σχεδιασμένος χρόνος μπορεί να αποτρέψει μεγαλύτερα προβλήματα αργότερα)
Ο όρος "time" προέρχεται από την παλαιοαγγλική λέξη "tima" και η λέξη "work" προέρχεται από την παλαιοαγγλική λέξη "wyrcan", που σημαίνει "να σχεδιάσεις" ή "να κάνεις εργασία". Η σύνθεση τους υποδηλώνει την έννοια της εργασίας που σχετίζεται με τον χρόνο.
Συνώνυμα: - Χρονική διαχείριση - Διοίκηση χρόνου
Αντώνυμα: - Χαμένος χρόνος - Αναβολή
Με αυτές τις πληροφορίες ελπίζω να έχετε μια σαφή εικόνα για τον όρο "time-work".