Επίθετο
/ˈtɪn pɒt/
Η φράση "tin pot" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που είναι δευτερεύων, ασήμαντος ή χωρίς καμία αξία. Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει ηγέτες ή κυβερνήσεις που έχουν μικρή επιρροή ή εξουσία. Η φράση μπορεί να ενσωματωθεί σε διάφορες προφορικές και γραπτές επικοινωνίες με μια συνήθη, σχετική χρήση στον τύπο.
The tin pot dictator ruled the small island with an iron fist.
(Ο κενός δικτάτορας κυβέρνησε το μικρό νησί με σιδηρά χείρα.)
After the scandal, his reputation as a serious politician was reduced to that of a tin pot figure.
(Μετά το σκάνδαλο, η φήμη του ως σοβαρός πολιτικός περιορίστηκε σε αυτήν ενός ασήμαντου προσώπου.)
The tin pot tyrant was overthrown in a matter of days.
(Ο κενός τύραννος ανατράπηκε σε λίγες μέρες.)
"tin pot operation"
(αδύναμη επιχείρηση) - Αναφέρεται σε μια επιχείρηση που δεν είναι καλά οργανωμένη ή έχει χαμηλή ποιότητα.
They were running a tin pot operation that couldn’t compete with the larger companies.
(Δημιουργούσαν μια αδύναμη επιχείρηση που δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί τις μεγαλύτερες εταιρείες.)
"tin pot government"
(αδύναμη κυβέρνηση) - Αναφέρεται σε μια κυβέρνηση που είναι κακώς οργανωμένη και χωρίς πραγματική εξουσία.
Η προέλευση της φράσης "tin pot" μπορεί να εντοπιστεί στο παραδοσιακό περιεχόμενο του "tin", το οποίο χρησιμοποιείται συχνά για να αναφέρεται σε κάτι που είναι εύθραυστο ή χωρίς αξία. Η φράση πιθανότατα εξελίχθηκε στον 20ό αιώνα για να περιγράψει πολιτικούς ή κυβερνητικά σχήματα χωρίς βαρύτητα ή κύρος.
Συνώνυμα: - insignificant (ασήμαντος) - petty (μικρός) - minor (δευτερεύων)
Αντώνυμα: - significant (σημαντικός) - major (μεγάλος) - influential (επιδραστικός)