Το "tin can" είναι ουσιαστικό.
/tɪn kæn/
Το "tin can" αναφέρεται σε έναν τύπο δοχείου κατασκευασμένου από μέταλλο, συνήθως χρησιμοποιούμενο για την αποθήκευση τροφίμων ή υγρών. Είναι συχνά δημιουργημένο από αλουμίνιο ή άλλα μέταλλα καλυμμένα με ένα λεπτό στρώμα τενεκεδού. Οι κονσέρβες είναι διευκολυντικές για τη συντήρηση και μεταφορά τροφίμων.
Η χρήση του "tin can" είναι αρκετά κοινή, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ιδιαίτερα σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με το μαγείρεμα και τη διατροφή.
I bought a tin can of tomatoes for the recipe.
Αγόρασα μια κονσέρβα ντομάτας για τη συνταγή.
Make sure to dispose of the empty tin can properly.
Βεβαιώσου ότι θα απορρίψεις την άδεια κονσέρβα σωστά.
The soup is stored in a tin can for convenience.
Η σούπα φυλάσσεται σε κονσέρβα για ευκολία.
Το "tin can" μπορεί να εμφανίζεται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις ή φράσεις που σχετίζονται με την κατάσταση ή την ποιότητα αντικειμένων ή καταστάσεων.
"He was feeling like a tin can left out in the rain."
Αισθανόταν σαν μια κονσέρβα που είχε αφήσει έξω στη βροχή.
Αυτός ο συνδυασμός υποδηλώνει ότι κάποιος αισθάνεται ξεχασμένος ή αβοήθητος.
"Don’t be a tin can; stand up for yourself!"
Μην είσαι κονσέρβα; Στάσου υπέρ του εαυτού σου!
Αναφέρεται στο να μην είσαι παθητικός ή αδρανής στη ζωή σου.
"The project fell apart like a tin can after a hard hit."
Το έργο διαλύθηκε σαν μια κονσέρβα μετά από μια σφοδρή χτύπημα.
Συμβολίζει την ευθραυστότητα μιας κατάστασης ή σχέδιου.
Ο όρος "tin can" προέρχεται από τις λέξεις "tin" (τενεκεδάκι) και "can" (κουτί). Η χρήση κονσερβών χρονολογείται από τον 19ο αιώνα όταν οι τεχνικές κονσερβοποίησης αναπτύχθηκαν για την καλύτερη συντήρηση τροφίμων.
Συνώνυμα: - Κονσέρβα - Μεταλλικό κουτί
Αντώνυμα: - Γυάλινο δοχείο - Πλαστική συσκευασία