Tinkling: Ρήμα (present participle) ή επίθετο (από το ουσιαστικό "tinkle").
/ˈtɪŋk.lɪŋ/
Tinkling αναφέρεται σε έναν λεπτό ή ευχάριστο ήχο, συχνά που παράγεται από μικρές καμπάνες ή κρύσταλλα. Η λέξη χρησιμοποιείται για να περιγράψει ήχους που είναι ευχάριστοι στην ακοή και συνήθως συνδέονται με κάτι ευχάριστο ή παιχνιδιάρικο. Ξεχωρίζει για τη χρήση της στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να επανεμφανιστεί και στο γραπτό πλαίσιο.
Ο τσικίκισμα των ανέμων γεμίζει τον αέρα.
She heard the tinkling sound of ice in her glass.
Tinkling μπορεί να εμφανιστεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Τα τσικίκισμα των καμπανών ανακοίνωσαν την άφιξη των καλεσμένων.
Tinkling like a chime
Το γέλιο της ήταν τσικίκισμα σαν καμπάνα στον αεράκι της άνοιξης.
Tinkling sounds of joy
Η λέξη tinkle προέρχεται από τα παλαιά αγγλικά, με ρίζες πιθανώς από τον ήχο που παράγει, και σχετίζεται με το ιταλικό "tintinnare", που σημαίνει "να ήχους πυρσού ή καμπάνες".
Συνώνυμα: - Jingle - Chime - Tinkle
Αντώνυμα: - Silence - Muffle - Mute