Το "tinting" είναι ουσιαστικό.
/tɪntɪŋ/
Το "tinting" αναφέρεται στη διαδικασία προσθήκης χρώματος σε μια επιφάνεια ή υλικό ή στη διαδικασία σκίασης απόχρωσης ενός πράγματος. Χρησιμοποιείται κυρίως σε ένα πλαίσιο που σχετίζεται με την τέχνη, τη φωτογραφία και τη βιομηχανία αυτοκινήτων για τη μείωση της φωτεινότητας ή των ηλιακών ακτίνων. Η χρήση της λέξης είναι συνηθισμένη τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, χωρίς κάποια σημαντική προτίμηση.
The artist is focusing on tinting the canvas with vibrant colors.
Ο καλλιτέχνης επικεντρώνεται στο χρωμάτισμα της καμβάς με ζωντανά χρώματα.
Tinting the windows of the car helps reduce glare.
Ο χρωματισμός των παραθύρων του αυτοκινήτου βοηθά στη μείωση της λάμψης.
Η λέξη "tinting" μπορεί να ενσωματωθεί σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές προτάσεις:
The tinting of her emotions made it hard to read her.
Ο χρωματισμός των συναισθημάτων της έκανε δύσκολο να την κατανοήσουμε.
Adding a layer of tinting can enhance the mood of the photograph.
Η προσθήκη μιας στρώσης χρωματισμού μπορεί να ενισχύσει την ατμόσφαιρα της φωτογραφίας.
He prefers a subtle tinting in his paintings to convey depth.
Αυτός προτιμά έναν υποτονικό χρωματισμό στους πίνακές του για να αποδώσει βάθος.
The tinting on her glasses reduces the brightness without distorting colors.
Ο χρωματισμός στα γυαλιά της μειώνει τη φωτεινότητα χωρίς να παραμορφώνει τα χρώματα.
Η λέξη "tinting" προέρχεται από το αγγλικό ρήμα "tint", το οποίο σημαίνει "να προσθέσεις χρώμα". Το "tint" έχει τις ρίζες του στη μεσαιωνική γαλλική λέξη "teindre", που σημαίνει "να χρωματίσω".
Συνώνυμα: - Coloring - Shading - Hueing
Αντώνυμα: - Lightening - Fading - Bleaching