"Tip lead" είναι φράση που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ρήμα σε ορισμένα συμφραζόμενα, αναφερόμενη στην κατεύθυνση ή την προτροπή να κάνεις κάτι, και περιλαμβάνει το "tip" (ως ουσιαστικό ή ρήμα) και "lead" (ως ρήμα).
/tɪp liːd/
Η φράση "tip lead" αναφέρεται στην ιδέα της καθοδήγησης ή της παροχής συμβουλής σε κάποιον σχετικά με ένα θέμα ή μια κατάσταση. Συνήθως χρησιμοποιείται σε επαγγελματικά ή κοινωνικά συμφραζόμενα.
Συχνότητα χρήσης: Χρησιμοποιείται συχνά και στον προφορικό και γραπτό λόγο, αν και πιο συνηθισμένα εμφανίζεται σε επαγγελματικά και επιχειρηματικά περιβάλλοντα.
Ο διευθυντής μου έδωσε μια συμβουλή για το πώς να κλείσω την συμφωνία αποτελεσματικά.
If you want to succeed, always look for a tip lead from experienced colleagues.
Αν θέλεις να πετύχεις, πάντα να ψάχνεις για μια καθοδήγηση από έμπειρους συναδέλφους.
She followed the tip lead from her mentor to improve her presentation skills.
Η φράση "tip lead" δεν είναι κοινώς χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να συσχετιστεί με άλλες εκφράσεις στο επιχειρηματικό περιβάλλον.
Πάρε την πρωτοβουλία από την συμβουλή που σου δόθηκε από τον επόπτη σου.
Don't hesitate to tip off your peers if you have a lead on a new project.
Μην διστάσεις να ενημερώσεις τους συμπαίκτες σου αν έχεις ερώτηση για ένα νέο έργο.
Her advice served as a valuable tip lead for the team.
Η λέξη "tip" προέρχεται από την παλιά αγγλική λέξη "tippen", που σημαίνει "να δίνω" ή "να προτίνω". Η λέξη "lead" προέρχεται από την παλιά αγγλική λέξη "lædan", που σημαίνει "να κατευθύνω" ή "να οδηγώ".
Συνώνυμα:
- Συμβουλή (tip)
- Καθοδήγηση (lead)
Αντώνυμα:
- Αδιαφορία (tip - στην έννοια της "συμπεριφοράς")
- Υποχώρηση (lead - στην έννοια της "καθυστέρησης ή υποταγής")